Αναρτήσεις

Οι χριστουγεννιάτικες μπάμπες της εκδίκησης του Γιάννη Καλαβριανού

  Γιάννης Καλαβριανός Οι χριστουγεννιάτικες μπάμπες της εκδίκησης   Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980, τα 4 αδέρφια και οι οικογένειες τους, ετοιμάζονταν και εκείνη τη χρονιά να πάνε στο σπίτι στο χωριό, όπου παραδοσιακά περνούσαν όλοι μαζί τις ημέρες των Χριστουγέννων. Κάθε αδερφός είχε 2 παιδιά. Σύνολο λοιπόν 8 πρώτα ξαδέρφια, που ήταν και οι καλύτεροι φίλοι. Οι 4 οικογένειες, μοιράζονταν το ίδιο παλιό πατρικό σπίτι, ζώντας οι 2 στον κάτω όροφο και οι άλλες 2 στον πάνω, αλλά όποτε ήταν γιορτή, τρώγανε όλοι μαζί. Πολύς κόσμος.  Οι γιορτές στο χωριό διαφέρανε από εκείνες στην πόλη. Καταρχάς, το δέντρο, το κόβανε οι ίδιοι από το βουνό. Δεν ήταν ακριβώς έλατο, αλλά κάτι σαν έλατο, που εκεί το λέγανε «αρδίτσι». Αργότερα, διαβάσανε ότι είναι ένα είδος κέδρου.  Το αρδίτσι, στολιζόταν με τις παλιές γυάλινες μικροσκοπικές μπάλες της γιαγιάς τους και με όποιο αυτοσχέδιο στολίδι φτιάχνανε όλοι μαζί εκείνες τις ημέρες. Με τον τρόπο που έδειχναν στα παιδιά, οι παππούδες τους, αφού «τότε, δεν υπ

Αγια Νύχτα του Φοίβου Οικονομίδη

Αγια Νύχτα  του Φοίβου Οικονομίδη           Ξεκίνησε, όπως φαντάζεστε, από τα ψυγεία. Μεσάνυχτα ανήμερα Χριστουγέννων, οι Αθηναίοι μπαίνοντας στις κουζίνες τους, παρατήρησαν κάτι περίεργο: ησυχία. Τα ψυγεία είχαν σταματήσει να βουίζουν. Λίγο αργότερα, αγγίζοντας το χερούλι του ψυγείου και τραβώντας το χέρι τους απότομα απ’ το κρύο, συνειδητοποίησαν πως τα ψυγεία σιγά-σιγά έπιαναν πάγο και πως οι ανεμιστήρες τους είχαν παγώσει κι αυτοί. Εξ ου και η αλλόκοτη σιωπή. Ο πάγος απλώθηκε σε ολόκληρη την επιφάνεια του ψυγείου και, μέχρι τη στιγμή εκείνη, οι οικογένειες το αντιμετώπισαν ψύχραιμα. Από διαμέρισμα σε διαμέρισμα, είχαν στηθεί μπροστά στα ψυγεία παππούδες, ζευγάρια, γονείς, κατοικίδια και παρατηρούσαν με περιέργεια. Όταν όμως είδαν τον πάγο να φεύγει απ’ το ψυγείο και να απλώνεται στον πάγκο ή τα ντουλάπια, όταν ξεκίνησε να χιονίζει απ’ το ταβάνι της κουζίνας, τότε όλοι τους ξεκίνησαν να πανικοβάλλονται.   Εκείνα τα Χριστούγεννα, τα σπίτια πάγωσαν. Τίποτα άλλο αξιοσημείωτο πέραν αυτο
Το θαύμα των Χριστουγέννων βρίσκεται μέσα μας της Τίνας Μιχαϊλίδου Τα Χριστούγεννα για εμένα είναι μια γλυκόπικρη γιορτή.  Αναπολώντας το παρελθόν θυμάμαι όταν ήμουν μικρούλα στο πατρικό της μαμάς μου πριν μετακομίσουμε στο νέο μας σπίτι κατέβαζε το χριστουγεννιάτικο δέντρο την ημέρα που γιόρταζαν οι Κατερίνες ώστε το σπίτι μας να είναι στολισμένο στη γιορτή του μπαμπά μου που τον λένε Αντρέα. Σχολούσα από το σχολείο,διάβαζα και αρχίζαμε να στολίζουμε το σπίτι μας.  Όμορφες & συγκινητικές στιγμές καθώς μαζευόμασταν με τους γονείς μου & γελούσαμε γύρω από το δέντρο. Το σπίτι μύριζε γλυκά & φαγητά καθώς & η αδερφή της μαμάς μου στο κάτω σπίτι έφτιαχνε κουραμπιέδες, μελομακάρονα & ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Τις ημέρες των γιορτών μαζευόμασταν σε φιλικά σπίτια,χορεύαμε ,γελούσαμε & ανοίγαμε τα δώρα μας. Στιγμές συγκινητικές & χαρούμενες.  Τα χρόνια περνούσαν ώσπου πριν 9 χρόνια ο μπαμπάς μου αρρώστησε, αλλά δεν το βάλαμε κάτω. Τα Χριστούγεννα ήταν λίγο δια

Νησιώτικα Κάλαντα του Δημήτρη Σίμου

Νησιώτικα Κάλαντα  του Δημήτρη Σίμου Έτρεχε. Έτρεχε, παραπατώντας στον μώλο κοιτώντας με αγωνία προς την πλευρά που άκουγε την θάλασσα.  Δεν μπορούσε να διακρίνει το νυχτερινό πλοίο . Που ήταν η κωλόβαρκα;               Κοίταξε υποσυνείδητα   προς την αριστερή πλευρά του λιμανιού, εκεί που βολόδερνε η άτυχη της μοίρα, εκεί που βρισκόταν ο καφενές πίσω από το λιμεναρχείο, πριν μείνει ένα άδειο κουφάρι από σίδερα. Έστρεψε το κεφάλι αμέσως στα δεξιά και έτρεξε τα τελευταία μέτρα μέχρι την προβλήτα. Χριστούγεννα, σκεπασμένα αρμυρίκια με φωτάκια στην ακτή και δυο καΐκια με λαμπιόνια να φέρνουν φως στην νύχτα. Χριστούγεννα στο νησί Η Ζωή  ένιωσε την υγρασία να έχει ποτίσει το μέτωπο της και δεν μπορούσε να καταλάβει αν η αλμύρα που γευόταν στα χείλη της, ήταν από τον ιδρώτα  ή η ίδια η θάλασσα ψέκαζε το δέρμα της. «Έχεις γεύση θάλασσας» «Τα λες και σε άλλες αυτά». «Δεν υπάρχουν….» «Σςςςςς….Μην μιλάς Πάνο….Φίλα με». Εκείνος άγγιξε τα χείλη του στον λαιμό της και άρχισε να κατεβαίνει στο κορμί
Το Δενδράκι των Χριστουγέννων  του Σωτήρη Τσέκουρα Κάποτε στα πολύ-πολύ παλιά χρόνια ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι με την μαμά του.  Το σπίτι τους ήταν κοντά στο δάσος και τα δέντρα, καθώς και ο αέρας κουνούσε τα φύλλα τους, ήταν σα να μιλούσαν μεταξύ τους. Το κοριτσάκι πολλές φορές μιλούσε κι αυτό μαζί τους και μιας και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, τα παρακαλούσε να πουν στον μπαμπά της, που ζούσε σε μια άλλη πόλη και είχε πάει εκεί για να δουλέψει, να γυρίσει πολύ γρήγορα κοντά τους.  Καθώς οι μέρες περνούσαν και τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, ένα βράδυ που έκανε πολύ κρύο και είχε αστροφεγγιά, το κοριτσάκι καθώς κοίταζε από το παράθυρό του τα μικρά δεντράκια που ήταν στην αρχή του δάσους, λίγο πριν κοιμηθεί, είδε έναν γεροδεμένο άντρα, να έχει αφήσει το μεγάλο του φανάρι στο χώμα και να κόβει ένα μικρό όμορφο δεντράκι για να το πάει σπίτι του. Τότε εκείνον τον καιρό, πολλοί άνθρωποι πήγαιναν στο δάσος, έκοβαν μικρά δεντράκια και τα πήγαιναν σπίτι τους για να τα κόψουν μικρά-μικρά κομματάκια κ
Τα Χριστούγεννα της Μαρίας Αλημίση Ήρθαν Χριστούγεννα και έχουμε χαρά η ώρα πήγε κιόλας δώδεκα παρά Απόψε μοιάζεις μ’ ένα τόσο δα παιδί με φρέσκο ρόδι σ’ ένα γιορτινό κλαδί   Γεμίζω δίπλα το ποτήρι με νερό Πόσες φορές άραγε μου έμαθες το “ρ”; Δυο-τρία χάπια καταπίνεις σιωπηλά Σήμερα σου 'βαλα τα ρούχα τα καλά   Μπαμπά, Χριστούγεννα θα ‘πει ευχαριστώ που ήσουν δίπλα μου ξαστέρωμα ζεστό  Μπαμπάκι άσπρο τα μαλλιά σου σαν το χιόνι μπαμπάκι πάνω σου η αγάπη να το στρώνει   Το ξέρω πας για να μου πάρεις το τρενάκι να μου ανάψεις στα κρυφά πάλι το τζάκι Ποτέ δεν έμαθα τις φλόγες να δαμάζω Μπαμπά μεγάλωσα κι ακόμα σε φωνάζω   Δε με ακούς από την πρώτη πια του Μάρτη Χαζεύεις πάντα τον παλιό εκείνο χάρτη Πού θες να πάμε τα Χριστούγεννα μπαμπά; Μην φεύγεις μόνος σου για τόσο μακριά Η Μαρία Αλημίση είναι στιχουργός
  Η Τενεκεδένια Πριγκίπισσα  του  Ξενοφώντα Φύτρου Το κορίτσι είδε τις σπίθες να πετάγονται ολόγυρα και ξαφνιασμένη πισωπάτησε. Όχι για πολύ όμως·μπορεί να ήταν μόλις έξι χρονών αλλά ήταν περίεργη και ατρόμητη, δε δίστασε να πλησιάσει τον σκυφτό άντρα με την παράξενη μάσκα στο πρόσωπο. Ήταν ο θείος τηςπου, με έναν ηλεκτροκολλητή στο χέρι, προσπαθούσε να συγκολλήσει ένα μεταλλικό αντικείμενο. Εκείνη ήταν ένα ψηλόλιγνο κορίτσι με κατσαρά κοκκινόξανθα μαλλιά και κατάλευκο δέρμα· πώς να ήταν αλλιώς, ο ήλιος σπάνια έκανε την εμφάνισή του πάνω από την ορεινή κωμόπολη της βόρειας Ελλάδας στα μέσα του Δεκέμβρη. Γωγώ, πρόσεχε, της φώναξε ο θείος της μόλις την αντιλήφθηκε κοντά του. Πήγαινε πιο πίσω, δεν είναι παιχνίδι για παιδιά αυτό. Εκείνη ούτε που κουνήθηκε. Τα μάτια της με το απροσδιόριστο χρώμα, κάτι ανάμεσα σε γαλάζιο και καστανό, είχαν καρφωθεί στην πηγή της φωτιάς·έβλεπαν, άλλα όχι αυτό που έβλεπε μπροστά της. Φανταζόταν τον εαυτό της ως πριγκίπισσα του Μεσαίωνα, πουφορούσε ένα υπέροχο