Αγια Νύχτα του Φοίβου Οικονομίδη

Αγια Νύχτα 

του Φοίβου Οικονομίδη          

Ξεκίνησε, όπως φαντάζεστε, από τα ψυγεία. Μεσάνυχτα ανήμερα Χριστουγέννων, οι Αθηναίοι μπαίνοντας στις κουζίνες τους, παρατήρησαν κάτι περίεργο: ησυχία. Τα ψυγεία είχαν σταματήσει να βουίζουν. Λίγο αργότερα, αγγίζοντας το χερούλι του ψυγείου και τραβώντας το χέρι τους απότομα απ’ το κρύο, συνειδητοποίησαν πως τα ψυγεία σιγά-σιγά έπιαναν πάγο και πως οι ανεμιστήρες τους είχαν παγώσει κι αυτοί. Εξ ου και η αλλόκοτη σιωπή. Ο πάγος απλώθηκε σε ολόκληρη την επιφάνεια του ψυγείου και, μέχρι τη στιγμή εκείνη, οι οικογένειες το αντιμετώπισαν ψύχραιμα. Από διαμέρισμα σε διαμέρισμα, είχαν στηθεί μπροστά στα ψυγεία παππούδες, ζευγάρια, γονείς, κατοικίδια και παρατηρούσαν με περιέργεια. Όταν όμως είδαν τον πάγο να φεύγει απ’ το ψυγείο και να απλώνεται στον πάγκο ή τα ντουλάπια, όταν ξεκίνησε να χιονίζει απ’ το ταβάνι της κουζίνας, τότε όλοι τους ξεκίνησαν να πανικοβάλλονται. 

Εκείνα τα Χριστούγεννα, τα σπίτια πάγωσαν. Τίποτα άλλο αξιοσημείωτο πέραν αυτού. Μέσα σε λίγες ώρες διαμερίσματα ολόκληρα είχαν γίνει κρύσταλλο. Άκουγες από τον πάνω ή τον κάτω όροφο τρομαγμένες φωνές από κατοίκους που είχαν κολλήσει στα κρεβάτια και τις καρέκλες τους. Οι κάτοικοι μάζευαν τα πράγματα τους άρον-άρον και ξεπόρτιζαν, έτρεχαν στους διαδρόμους ενώ η παγωνιά απλωνόταν κι εκεί. Οι δρόμοι της Αθήνας γέμισαν με κόσμο, η Χριστουγεννιάτικη Ερμού έμοιαζε με κάθε Χριστουγεννιάτικη Ερμού του παρελθόντος μόνο που τώρα το πλήθος έτρεχε να σωθεί, αφού και τα καταστήματα πάγωναν. Το κρύο ήταν διαπεραστικό, τσουχτερό, οι προσόψεις των πολυκατοικιών λαμπύριζαν από τα φώτα και τον πάγο. Ένας άστεγος είχε σταθεί έξω από το City Link και κοιτούσε μια τον καθαρό ουρανό και μια τη μεγαλοπρεπή στοά, που πάγωνε και το χιόνι ως δια μαγείας έπεφτε απ’ την οροφή και το έστρωνε. 

Ο Κωστής είχε αποφασίσει να περάσει τα Χριστούγεννα εκείνα μόνος του. Βαριόταν ανυπόφορα να πάει στο πατρικό του για το τραπέζι. Οι φίλοι του, από την άλλη, θα γιόρταζαν με συντρόφους, συγγενείς και κατοικίδια, προβλέψιμα και (σύμφωνα με τους ίδιους) ιδιαιτέρως μίζερα. Θες η δεκαετία των είκοσι που σιγά-σιγά τους στέρευε, θες η δυσοίωνη εποχή που διένυαν, σε κάθε περίπτωση δεν είχαν όρεξη για περιπέτειες. Και τέλος πάντων, η Μαίρη είχε να του μιλήσει τρεις βδομάδες και ο Κωστής πίεζε τον εαυτό του να το πάρει απόφαση πως δεν θα του ξαναμιλούσε, να αποδεχθεί πως του είχε φύγει η Μαίρη και σίγουρα δεν θα περνούσε μαζί της τις γιορτές, όπως παλιότερα νόμιζε. Μόνος του, λοιπόν. Έλα, όμως, που η πόλη είχε άλλα σχέδια. 

Πετάχτηκε από την πολυκατοικία του τελευταία στιγμή, τη στιγμή που το κτίριο, μαζί με πολλά άλλα κτίρια, πάγωσε ολοκληρωτικά, η επιφάνειά του ράγισε και τελευταία στιγμή πραγματικά ο Κωστής πρόλαβε να τρέξει, καθώς η πολυκατοικία γκρεμιζόταν και πετάγονταν παντού πάγοι και χιόνια. Ένα - ένα, τα κτίρια αυτοκαταστρέφονταν. Οι Αθηναίοι, καλοντυμένοι για το ρεβεγιόν, μερικοί μασουλώντας ακόμα χοιρινό και γαλοπούλα, έτρεχαν να σωθούν. Από παντού άκουγες τον ήχο του γυαλιού που σπάει, κι έβλεπες χιονοστιβάδες να απλώνονται στους δρόμους. 

Το σιντριβάνι της Ομόνοιας, παγωμένο στον αέρα, εντυπωσίασε δύο αστυνομικούς κι εκείνοι έβγαζαν αμέτρητες σέλφι μπροστά του. Με κάθε κτίριο που πάγωνε και ισοπεδωνόταν, χανόταν και λίγο φως. Νύχτωνε η πόλη εκείνα τα Χριστούγεννα. Ο Κωστής έτρεχε μαζί με το τσούρμο. Έβγαλε το κινητό του, σκέφτηκε τι διάολο, έπρεπε να πάρει τη Μαίρη, να δει αν είναι καλά. Κρυστάλλωσε το κινητό στα χέρια του κι έσπασε. Τα αμάξια γλιστρούσαν στο δρόμο κι έμοιαζαν με συγκρουόμενα. Δυο παιδάκια σε ένα πίσω κάθισμα γελούσαν με την καρδιά τους. Το σιντριβάνι ράγισε κι αυτό και αμέσως μετά εξερράγη κι εξαπέλυσε παγωμένη βροχή σε όλη την πλατεία. Ο Κωστής έτρεξε πανικόβλητος προς τα πίσω, σκόνταφτε πάνω στους ανθρώπους, μια κυρία φορτωμένη με σακούλες γεμάτες ρούχα τον έβρισε. Δεν προλάβαινε να σκεφτεί, ο Κωστής, να συνειδητοποιήσει τι διάολο συνέβαινε. Απλώς πήγαινε. Έστριψε στην Μπενάκη. Είχε γκρεμιστεί ολοσχερώς. Μια παγωμένη χαράδρα με μπόλικα μέτρα χιόνι. Σκαρφάλωνε, βυθιζόταν, πιανόταν από τα λιγοστά δέντρα που άντεχαν (μόνο τα δέντρα δεν είχαν παγώσει), εκείνος και μερικοί ακόμη. Απ’ τα στενά δεξιά κι αριστερά ερχόταν χιονοθύελλα, τους πέταγε στην άκρη, κι εκείνοι πάσχιζαν να συνεχίσουν. Κάποιοι σε μια γωνιά προσπαθούσαν να ανάψουν φωτιά. Τους έπεσε ο αναπτήρας απ’ τα χέρια και τον έχασαν. Πρόλαβαν μονάχα να ανάψουν τα τσιγάρα τους.  

Μια αιωνιότητα μετά έφτασε στα σκαλάκια του Στρέφη. Είδε στην κορυφή μια γνώριμη σιλουέτα να ανεβαίνει. Μαίρη! φώναξε, μα η σιλουέτα χάθηκε. Γλιστρούσε πάνω στα σκαλιά, αγωνιώντας να φτάσει κι εκείνος ψηλότερα ενώ άκουγε πίσω του βήματα και βογγητά και κάθε τόσο γυρνούσε κι έβλεπε στην απόσταση τα τελευταία κτίρια να γίνονται χιόνι.  

Όταν ανέβηκε στο λόφο βαριανασαίνοντας αντίκρυσε μια απρόσμενη γαλήνη. Παρέες-παρέες, τυλιγμένοι με κουβέρτες, καθόντουσαν γύρω από φωτιές. Κάποιοι τραγουδούσαν: Άγια νύχτα, σε προσμένουν…  άλλοι γύρισαν, τον κοίταξαν και του χαμογέλασαν καθησυχαστικά. Δεν θα έφτανε ο πάγος εδώ πάνω. Ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο και εκείνη ήταν ήδη εκεί. Τουρτούριζε χωμένη μέσα στο μπουφάν της. Στάθηκε δίπλα της. Της είπε γεια. Γεια σου κι εσένα, του απάντησε. Τι Χριστούγεννα κι αυτά, ε; της είπε.  

Η Αθήνα, από κάτω, έρημος. Λευκή ομίχλη ταξίδευε ανήσυχη παντού. Απέναντι όμως, ο Λυκαβηττός, γεμάτος κι αυτός με φωτίτσες. Ο Παρθενώνας, το ίδιο. Κάτι είχε σωθεί. Μου έλειψες, της είπε κι εκείνη πήρε το χέρι του στο δικό της και η νύχτα συνέχισε να περνά, με το χιόνι, την κατεστραμμένη πόλη κι όση ζεστασιά είχε απομείνει στους λόφους. Και όλοι οι άλλοι τραγουδούσαν στης Βηθλεέμ, ελάτε όλοι, τα βουνά τα ιερά… τι Χριστούγεννα κι αυτά, του είπε.  

Πέρασε το σκοτάδι και ήρθε η αυγή.

 

Το βιβλίο "Βορράς" του Φοίβου Οικονομίδη, κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις Εστία 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο