Η Τενεκεδένια Πριγκίπισσα 

του Ξενοφώντα Φύτρου


Το κορίτσι είδε τις σπίθες να πετάγονται ολόγυρα και ξαφνιασμένη πισωπάτησε. Όχι για πολύ όμως·μπορεί να ήταν μόλις έξι χρονών αλλά ήταν περίεργη και ατρόμητη, δε δίστασε να πλησιάσει τον σκυφτό άντρα με την παράξενη μάσκα στο πρόσωπο. Ήταν ο θείος τηςπου, με έναν ηλεκτροκολλητή στο χέρι, προσπαθούσε να συγκολλήσει ένα μεταλλικό αντικείμενο. Εκείνη ήταν ένα ψηλόλιγνο κορίτσι με κατσαρά κοκκινόξανθα μαλλιά και κατάλευκο δέρμα· πώς να ήταν αλλιώς, ο ήλιος σπάνια έκανε την εμφάνισή του πάνω από την ορεινή κωμόπολη της βόρειας Ελλάδας στα μέσα του Δεκέμβρη. Γωγώ, πρόσεχε, της φώναξε ο θείος της μόλις την αντιλήφθηκε κοντά του. Πήγαινε πιο πίσω, δεν είναι παιχνίδι για παιδιά αυτό.Εκείνη ούτε που κουνήθηκε. Τα μάτια της με το απροσδιόριστο χρώμα, κάτι ανάμεσα σε γαλάζιο και καστανό, είχαν καρφωθεί στην πηγή της φωτιάς·έβλεπαν, άλλα όχι αυτό που έβλεπε μπροστά της.

Φανταζόταν τον εαυτό της ως πριγκίπισσα του Μεσαίωνα, πουφορούσε ένα υπέροχο μακρύ φόρεμα που τόνιζε τη λεπτή κορμοστασιά της.Τα δάχτυλά της ήταν γεμάτα από δαχτυλίδια με πολύτιμαπετράδια και το πρόσωπό της στεφάνωναν τα πλούσια μπουκλωτά μαλλιά της που της έφταναν μέχρι τη μέση. Στην κορυφή της θαρρείς λιονταρίσιας χαίτης της φορούσε μια ασημένια κορώνα, σύμβολο δύναμης και εξουσίας. Βρισκότανστα εργαστήρια των οπλουργών, στα υπόγεια του παλατιού της μαζί με τη συνοδεία της. Παρατηρούσε τους σκυμμένους πάνω από τις φωτιές και τα αμόνια τεχνίτες να φτιάχνουν σπαθιά κι ακόντια, βέλη και πανοπλίες, κράνη και ασπίδες για να εξοπλίσουν το στρατό της. Η πόλη τους απειλούνταν από αιμοβόρους εχθρούς, στρατιώτες και πολίτες θα προστάτευαν το κάστρο και την αγαπημένη τους πριγκίπισσα μέχρι θανάτου.

Η Γωγώ ήταν έτοιμη για μάχη· έβαλε τα πόδια στον ώμο κι έφυγε σφαίρα για το σπίτι. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, ο θείος της την κατσάδιασε, Βρε παλιόπαιδο, σου είπα φύγε, μη σε βρει καμιά σπίθα και κλαις. Μπήκε φουριόζα στην κουζίνα και βρήκε τη μητέρα της να ετοιμάζει μεσημεριανό. «Μαμά, αποφάσισα τι θέλω να μου φέρει ο Άι Βασίλης», της είπε σοβαρά. Η μητέρα της την κοίταξε με φόβο· κάθε χρόνο ζητούσε τα πιο απίθανα δώρα. «Θέλω έναν η-λε-κτρο-κο-λλη-τή», συλλάβισε για να πει τη λέξη σωστά. «Σαν αυτόν που έχει ο θείος. Θέλω να φτιάξω μια πανοπλία!»

Η μητέρα της έκανε μια κίνηση απόγνωσης, αμάν αυτό το κορίτσι. «Για να φτιάξεις πανοπλία, πρέπει να είσαι ιππότης», της απάντησε σοβαρά. «Ιππότες γίνονται τα αγόρια. Εσύ, όμως, είσαι κορίτσι και όταν μεγαλώσεις θα γίνεις πριγκίπισσα. Και ο Άι Βασίλης θα σου φέρει ένα δώρο για κορίτσια», συμπλήρωσε κι έκλεισε την κουβέντα.

Η Γωγώ κατσούφιασε, με το ζόρι έφαγε το φαγητό της εκείνη τη μέρα. Όχι όμως όσο κατσούφιασε ανήμερα των Χριστουγέννων, όταν ανοίγοντας με λαχτάρα το δώρο της διαπίστωσε πως, αντί για τον πολύτιμο ηλεκτροκολλητή, ο Άι Βασίλης τής είχε φέρει μια κούκλα με φουντωτό μακρύ μαλλί, σχεδόν όσο το δικό της! «Να τη λούζεις, να τη χτενίζεις και να τηςκάνεις κότσο», της είπε η μητέρα της με καμάρι, ενώ ο πατέρας και τα αδέλφια της κοιτούσαν τα ξινισμένα μούτρα της.Όσο η αδελφή της έπαιζε με τη δική της κούκλα και ο αδελφός της με τα αυτοκινητάκια του, η Γωγώ έβαλε το σχέδιο της σε εφαρμογή. Δεν ήθελε να γίνει κομμώτρια, ούτε καν πριγκίπισσα. Ήθελε να γίνει ιππότης και χρειαζόταν πανοπλία. Βγήκε από το σπίτι και χώθηκε στην αποθήκη όπου φύλαγε ο πατέρας της τα εργαλεία του. Έπιασε ένα σφυρί κι ένα καλέμι και ξεκίνησε δουλειά…

Όταν άκουσε τις φωνές από το σπίτι, «Γωγώ, πού είσαι, έτοιμηη γαλοπούλα», αποφάσισε να σταματήσει να κλαίει και να εμφανιστεί. Σκούπισε τα δάκρυά της, έσυρε όπως όπως τα πόδια της και έκανε δειλά την εμφάνισή της στο σαλόνι του σπιτιού, όπου το γιορτινό τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Την κοίταξαν όλοι με γουρλωμένα μάτια. «Ήθελα να… να γίνω ιππότης», ψέλλισε εκείνη. Αλλά έμοιαζε περισσότερο στον ταλαίπωρο Δον Κιχώτη, παρά στον επιβλητικό Ιβανόη. Το λιγνό κορμί της είχε σφηνώσει μέσα στο σιδερένιο τενεκέ από τυρί φέτα, τον οποίο πρώτα είχε καταφέρει να τρυπήσει, και στη συνέχεια να φορέσει σαν κορσέ.

«Χαχαχα, μοιάζει με κονσέρβα με χέρια και πόδια!» ξεφώνισε η αδελφή της.

«Και μυρίζει σαν τραγί!» κορόιδεψε ο αδελφός της.

«Εγώ πάλι λέω ότι μοιάζει με τον Τενεκεδένιο Άνθρωπο από τον Μάγο του Οζ», είπε ο πατέρας της, που προσπαθούσε να συγκρατήσει τα γέλια του.

Η μητέρα της ήταν η μόνη που δεν είπε τίποτα. Την άρπαξε από το χέρι και βγήκαν έξω από το σπίτι σχεδόν τρέχοντας. «Πάμε τώρα στο θείο σου, να σε ηλεκτροκολλήσει με τα σωστά σου». Τα κλάματα του κοριτσιού, οι φωνές της μητέρας της, το ντάπαντουπ από τονλαμαρινένιοτενεκέ ξεσήκωσαν τη γειτονιά. Μικροί και μεγάλοι βγήκαν στο δρόμο και τις αυλές για να χαζέψουν το πρωτόγνωρο θέαμα. «Βρε, Γωγώ, για τις απόκριες ντύθηκες;» είπε κάποιος. «Μήπως μπέρδεψες τις γιορτές, Χριστούγεννα είναι σήμερα», σχολίασε μια γειτόνισσα. «Λαδοπόντικα σε τενεκέ έχω δει, λαδοκόριτσο πάλι όχι», φιλοσόφησε ένας γηραιότερος.

Η περιπέτεια της Γωγώς στον κόσμο της ιπποσύνης έληξε άδοξα. Σήκωσαν το θείο της από το οικογενειακό τραπέζι, πήγαν στο εργαστήρι του,και εκείνος με τα κατάλληλα εργαλεία ξεσφήνωσε την ανιψιά του από την πρωτότυπη πανοπλία της. Όταν η θεία της για να την παρηγορήσει της έταξε ένα δώρο, η μητέρα της την κοίταξε ανήσυχα· είχε δίκιο.Η Γωγώ σταμάτησε να κλαίει ως διά μαγείας. Στάζοντας τυρόλαδο, αλλά ξαναβρίσκοντας το πριγκιπικό της ύφος, άπλωσε το δάχτυλο και έδειξε με σιγουριά στο ράφι πάνω από τον πάγκο με τα εργαλεία: «Μπορώ να έχω αυτό εκεί;»

Έδειχνε το αλυσοπρίονο με το λαμπερό πορτοκαλί χρώμα·σχεδόν ίδιο μεαυτό των μαλλιών της.

ΥΓ. Η μικρή Γωγώ έχει μεγαλώσει και ασχολείται επαγγελματικά με τα χρώματα και τη ζωγραφική, τα χειροποίητα διακοσμητικά αντικείμενα και τα μικροέπιπλα. Επίσης της αρέσουν η μέταλ μουσική και οι ταινίες τρόμου (*όχι, ο Σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι ΔΕΝ είναι η αγαπημένη της).

ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ!

Το τελευταίο βιβλίο του Ξενοφώντα Φύτρου «Ο θεός του πολέμου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο