Νησιώτικα Κάλαντα του Δημήτρη Σίμου
Νησιώτικα Κάλαντα
του Δημήτρη Σίμου
Έτρεχε. Έτρεχε, παραπατώντας στον μώλο κοιτώντας με αγωνία προς την πλευρά που άκουγε την θάλασσα. Δεν μπορούσε να διακρίνει το νυχτερινό πλοίο. Που ήταν η κωλόβαρκα; Κοίταξε υποσυνείδητα προς την αριστερή πλευρά του λιμανιού, εκεί που βολόδερνε η άτυχη της μοίρα, εκεί που βρισκόταν ο καφενές πίσω από το λιμεναρχείο, πριν μείνει ένα άδειο κουφάρι από σίδερα. Έστρεψε το κεφάλι αμέσως στα δεξιά και έτρεξε τα τελευταία μέτρα μέχρι την προβλήτα.
Χριστούγεννα, σκεπασμένα αρμυρίκια με φωτάκια στην ακτή και δυο καΐκια με λαμπιόνια να φέρνουν φως στην νύχτα. Χριστούγεννα στο νησί
Η Ζωή ένιωσε την υγρασία να έχει ποτίσει το μέτωπο της και δεν μπορούσε να καταλάβει αν η αλμύρα που γευόταν στα χείλη της, ήταν από τον ιδρώτα ή η ίδια η θάλασσα ψέκαζε το δέρμα της.
«Έχεις γεύση θάλασσας»
«Τα λες και σε άλλες αυτά».
«Δεν υπάρχουν….»
«Σςςςςς….Μην μιλάς Πάνο….Φίλα με».
Εκείνος άγγιξε τα χείλη του στον λαιμό της και άρχισε να κατεβαίνει στο κορμί της.
«Είσαι όλες οι γιορτές της γης», ψιθύρισε και βούτηξε ανάμεσα στους μηρούς της.
Ήταν ξανά Χριστούγεννα -και είχε περάσει ένας χρόνος από τις πρώτες της γιορτές στο νησί και όμως όλα έμοιαζαν σαν να γινήκαν χθες. Ένα καλοκαίρι και πέντε μήνες πριν, φόρτωσε τις σκηνές, τα sleeping bags και το φουσκωτό της μαξιλάρι στην πλάτη και ξεκίνησε κοριτσοπαρέα από το πανεπιστήμιο να κατασκηνώσει στο νησί. Το πλοίο έδεσε βράδυ στο λιμάνι και έτσι το πρωί η ανατολή την βρήκε να βράζει μέσα στη σκηνή της, απροστάτευτη από τον ήλιο και την ζέστα.
Δεν την πείραζε ο καύσωνας, τα κουνούπια, η υγρασία, τότε ήταν γεμάτη ενέργεια και αισιοδοξία -και το νησί….Αχ αυτό το νησί….Ακόμα και τώρα, δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της πως ό,τι έγινε, ό,τι απόφαση πήρε, δεν την πήρε για τον έρωτα, για την αγάπη. Το νησί. Αυτό υπήρχε μόνο του και πάντα, αυτοβούλως και αδιακρίτως αποφάσιζε την τύχη της. Το νερό, το αλάτι, οι χειμώνες, τα γλέντια, οι αέρηδες και τα μελτέμια και όλα αυτά μαζί έδεναν τα βήματα της και την ρίζωναν σε έναν τόπο που δεν είχε φανταστεί πως θα την οδηγούσε στην άκρη του και τελικά θα την στρίμωχνε στην κακόβατη ακρογωνιαία του πλευρά.
«Μυρίζει χαμομήλι, δεσποινίς μου».
Αυτή ήταν η πρώτη φράση που άκουσε από τον Πάνο. Ο ίδιος τότε δούλευε σε έναν μαγαζάκι που πουλούσε ντόπια βότανα και μέλια. Γεωπόνος ήταν, ντόπιος ήταν ο μαγαζάτορας δεν δυσκολεύτηκε να τον προσλάβει και ας είχε διαπιστώσει από τις πρώτες μέρες πως για ‘’πωλητής΄΄ δεν έκανε.
«Ρε αγόρι μου, μίλα στους πελάτες. Τι ντρέπεσαι; Δεν δαγκώνουν. Μίλα εκεί, είσαι και ομορφάντρας να πουλήσουμε τίποτα».
Ο Πάνος κουνούσε το κεφάλι, έλεγε ναι, αλλά παρέμενε ντροπαλός και συνεσταλμένος. Με τα χίλια ζόρια έβγαζε καμιά λέξη και αυτή μόνο όταν σιγουρευόταν πως ο πελάτης θα αγοράσει στα σίγουρα. Πάντα μέσα του ζούσε μια αναστολή στην προτροπή, μια άρνηση στην καθοδήγηση προς οτιδήποτε εναντιωνόταν στην ελεύθερη βούληση-και αυτό ίσως ήταν που τον έκανε να ερωτευτεί εκείνο το κορίτσι, που μπήκε εκείνη την μέρα στο κατάστημα και ζήτησε ρίγανη και θυμάρι, δίχως να ακούσει καμία συμβουλή, καμιά οδηγία για διαφορετικές ποικιλίες και τιμές.
«Μυρίζει χαμομήλι, Δεσποινίς», της είπε, καθώς έβαζε τα αρωματικά στην σακούλα και έκλεψε το πρώτο της χαμόγελο.
Τρείς μέρες μετά την συνάντησε στο ταβερνάκι του κύρου Ζήση και το δεύτερο χαμόγελο της, μαζί με τρία ποτηράκια ούζο, έσπασε τις αναστολές του και το σοβαρό του ύφος.
«Κέρνα ρε Ζήση τρεις μπύρες τα κορίτσια», και ο Ζήσης πρώτα μόρφασε με απορία που άκουγε τον Κωστή να κάνει θαριλίκια και μετά τράβηξε προς το ψυγείο.
Τρεις μπύρες, τρία κορίτσια και δυο αγόρια , ξέμειναν σε ένα πλαστικό τραπεζάκι, μέχρι να νυχτώσει. Η Ζωή είχε καταλάβει πως οι στιγμές και τα γέλια θα διαρκούσαν περισσότερο από ότι είχε φανταστεί και πριν ακόμα λάβει το φιλί, άρχισε να ψάχνει για δουλειά στο νησί-και βρήκε. Στο καφενείο της πλατείας την βρήκε ο Σεπτέμβρης να ρίχνει αλάτι στον μεζέ , να σερβίρει σαρδέλα αλμυρή και να γεμίζει τσίπουρο τα ποτήρια. Ο Μάνος έγινε μόνιμος πελάτης του καφενέ, κάθε πρωί πριν πάει στο μαγαζί και μόνιμος επισκέπτης της κάμαρης της.
«Τον χειμώνα, στα δικά μου ανάκτορα», της υποσχέθηκε και τήρησε τον όρκο. Η Ζώη έμεινε μαζί του, σε ένα μικρό δωμάτιο στην άνω χώρα και ένα χρόνο έκανε υπομονή και με ότι λεφτά μάζεψε ο Μάνος από δουλειές του χωραφιού και ένα αγροτικό που είχε για πούλημα , αγόρασαν τον καφενέ στο τέλος του επόμενου Αυγούστου. Χριστούγεννα θα κάναν γιορτή στο δικό τους μαγαζί.
Το νησί, εκείνο έφταιγε για όλα, σκεφτόταν η Ζωή, όταν είδε από τις πρώτες μέρες πως τα κουκιά δεν βγαίνουν και πως οι ντόπιοι της γύρισαν την πλάτη. Για σερβιτόρα του έκανε μια χαρά, αλλά για ιδιοκτήτρια οι ντόπιοι δεν την θέλαν. Το νησί μας πλάνεψε και τολμήσαμε να ονειρευτούμε, έλεγε και ξανάλεγε.
Ο Μάνος, δεν το έβαζε κάτω. Συνέχιζε να δουλεύει στο μαγαζί με τα βοτάνια και τα βράδια πούλαγε δικά του μαντζούνια που μάζευε από τα βουνά. Πλανόδιος και ταλαιπωρημένος ξυπνούσε αξημέρωτα και ξήλωνε το βουνό από αρωματικά και μαντζούνια, μέχρι που το αφεντικό τον έδιωξε από την δουλειά και ένα βράδυ τον τραμπούκισαν οι δικοί του να κόψει τις αετονυχίες ,αν δεν ήθελε να μπλέξει.
Η Ζωή του έλεγε να μην κάνει τσαμπουκάδες και ζορίζει την κατάσταση, αλλά δεν την άκουγε. Μια νύχτα απόμερη μπούκαρε στο μαγαζί του αφεντικού και βούτηξε την πραμάτεια του. Δεν το έκανε για τα λεφτά ο Μάνος, δεν τον ένοιαζε να σώσει τον καφενέ και ίσως πια είχε πάψει να τον νοιάζει και η Ζωή. Κοφτόταν για τα τσαμπουκαλίκια του αφεντικού, για την προσπάθεια κάποιος να του υποδείξει τον δρόμο που έπρεπε να πάρει.
Την πραμάτεια την βρήκαν καμένη στο μόλο και εκείνον σε ένα βαπόρι ‘’για δουλειές’’, όπως έγραφε το μήνυμα στην Ζωή. Δυο μέρες μετά, η σάλα του καφενέ τυλίχτηκε στις φλόγες. Ατύχημα της είπαν. Βραχυκύκλωσαν τα λαμπιόνια, Δεσποινίς. Άρπαξε το δέντρο, κάηκε το καράβι με τα φτιασίδια τους, καταστράφηκαν οι πολυθρόνες με τα στολίδια και τους Αι Βασίληδες.
Δεν τους πίστεψε. Εξάλλου το είχε αισθανθεί από την πρώτη στιγμή. Νύχτα έφτασε σε αυτόν τον τόπο και νύχτα θα έφευγε-και τώρα που έφτανε στο λιμάνι για πίσω, όσο και αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να θυμώσει στον Μάνο.
Τα Χριστούγεννα δεν ήθελαν αλμύρα, σκέφτηκε για να απαλύνει την πίκρα της και ζέστανε τα χέρια της μέσα στις τσέπες. Το βαπόρι έλυσα σκοινιά, ενώ δυο παιδάκια ντυμένα με σκούφο Αι Βασίλη ζήτησαν να τις πούνε τα κάλαντα.
«Αύριο τα λέμε», έκανε να τα μαλώσει η μητέρα τους, αλλά η Ζωή χαμογέλασε, κάνοντας νόημα να τα αφήσει.
‘Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε τον καφενέ γεμάτο κόσμο και τραγούδια.
Το τελευταίο βιβλίο "Σώσε με" του Δημήτρη Σίμου κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις Μεταίχμιο
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου