Το Δενδράκι των Χριστουγέννων
του Σωτήρη Τσέκουρα
Κάποτε στα πολύ-πολύ παλιά χρόνια ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι με την μαμά του.
Το σπίτι τους ήταν κοντά στο δάσος και τα δέντρα, καθώς και ο αέρας κουνούσε τα φύλλα τους, ήταν σα να μιλούσαν μεταξύ τους.
Το κοριτσάκι πολλές φορές μιλούσε κι αυτό μαζί τους και μιας και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, τα παρακαλούσε να πουν στον μπαμπά της, που ζούσε σε μια άλλη πόλη και είχε πάει εκεί για να δουλέψει, να γυρίσει πολύ γρήγορα κοντά τους.
Καθώς οι μέρες περνούσαν και τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, ένα βράδυ που έκανε πολύ κρύο και είχε αστροφεγγιά, το κοριτσάκι καθώς κοίταζε από το παράθυρό του τα μικρά δεντράκια που ήταν στην αρχή του δάσους, λίγο πριν κοιμηθεί, είδε έναν γεροδεμένο άντρα, να έχει αφήσει το μεγάλο του φανάρι στο χώμα και να κόβει ένα μικρό όμορφο δεντράκι για να το πάει σπίτι του. Τότε εκείνον τον καιρό, πολλοί άνθρωποι πήγαιναν στο δάσος, έκοβαν μικρά δεντράκια και τα πήγαιναν σπίτι τους για να τα κόψουν μικρά-μικρά κομματάκια και να τα χρησιμοποιήσουν για να ανάβουν πιο εύκολα και πιο γρήγορα τα χοντρά ξύλα που βάζανε στο τζάκι που τους ζέσταινε αυτούς τους κρύους μήνες του χειμώνα.
Όμως, επειδή αυτά τα μικρά δεντράκια ήταν όμορφα και πρασινωπά, τα έβαζαν μέσα στο σπίτι τους και τα άφηναν σε μια όμορφη γωνιά μέχρι αυτά να ξεραθούν καλά-καλά και έτσι να κάνουν πιο καλά την δουλεία για την οποία τα προετοίμαζαν.
Καθώς λοιπόν αυτό το κοριτσάκι, είδε πίσω από το παράθυρο του, αυτόν τον άνθρωπο, να κόβει και να φορτώνει στο κάρο του το δεντράκι που μόλις είχε κόψει και να φεύγει έχοντας πλάι του το φαναράκι του που λίγο πριν φώτιζε ένα μέρος του δάσους, σκέφτηκε πόσο θα ήθελε και ‘κείνο, να έχει ένα μικρό δεντράκι μέσα στο σπίτι τους. Όμως η μαμά του δεν ήταν τόσο δυνατή και ο μπαμπάς του έλειπε τόσο μακριά.
Γύρισε λοιπόν το κοριτσάκι τα ματάκια του ψηλά στον ουρανό και καθώς είδε τόσα πολλά αστεράκια να τον φωτίζουν παρακάλεσε τον Χριστούλη, που σε λίγο καιρό θα γιόρταζαν όλοι οι άνθρωποι μαζί την γέννηση του, να στείλει σ’ ένα μικρό όμορφο δεντράκι που έβλεπε απέναντί του και που αυτό θα ζητούσε από τον μπαμπά της να κόψει και να το βάλει στο σπιτάκι τους, εάν ήταν εδώ μαζί τους, μερικά αστεράκια και αν μείνουν λίγο καιρό επάνω του, έτσι ώστε όσοι άνθρωποι ερχόντουσαν να κόψουν δεντράκια να μην έκοβαν το δικό της.
Και τότε σχεδόν αμέσως ένα μεγάλο αστέρι έφυγε από τον ουρανό και ήρθε και κάθισε πάνω στην κορυφή σ’ αυτό το δεντράκι που είχε διαλέξει για δικό της, και σε λίγο κι άλλα πολλά μικρότερα αστεράκια ήρθαν και κάθισαν στις άκρες των κλαδιών του, και όπως ήταν έτσι όμορφο και φωτισμένο τα μικρά ζωάκια του δάσους έφυγαν από τις φωλιές τους και μαζί με τα μικρά πουλάκια το στόλισαν και το έκαναν ακόμα ομορφότερο.
Όταν λοιπόν κι’ άλλοι άνθρωποι ερχόντουσαν για να κόψουν τις επόμενες μέρες, ο καθένας το δικό του μικρό δεντράκι που θα πήγαιναν στο σπίτι τους, δεν το πείραζε κανένας αυτό το δεντράκι. Ολοι το θαύμαζαν κι όταν γύριζε ο καθένας στο σπίτι του, έλεγαν στην γυναίκα τους και τα παιδιά τους, πόσο όμορφο, φωτισμένο και στολισμένο ήταν αυτό το δεντράκι που ήταν απέναντι από το σπίτι που έμενε το μικρό κοριτσάκι με την μαμά του και που περίμενε να γυρίσει ο μπαμπάς της πριν τα Χριστούγεννα.
Τότε όλα τα παιδάκια που άκουσαν από τον μπαμπά τους αυτή την ιστορία, παρακάλεσαν τους γονείς τους να βάλουν φωτάκια (τότε δεν υπήρχαν φωτάκια όπως τα ξέρουμε εμείς σήμερα) κι έβαλαν μικρά φαναράκια και για στολίδια ότι όμορφο μικρό αντικείμενο είχαν μέσα στο σπίτι τους.
Και από τότε όσοι άνθρωποι στον κόσμο γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, βάζουν στο σπίτι τους ένα αληθινό ή ψεύτικο δεντράκι, το φωτίζουν και το στολίζουν όσο πιο όμορφα μπορούνε και θυμούνται αυτό το μικρό κοριτσάκι που ζούσε μαζί με την μαμά του στην άκρη του δάσους και που ήρθε και ο μπαμπάς του πριν από τα Χριστούγεννα και έβαλαν αυτό το δεντράκι όπως ήταν φωτισμένο και στολισμένο μέσα στο σπίτι τους και που όλοι ονομάζουμε αυτό το δεντράκι σήμερα, το δεντράκι των Χριστουγέννων.
Η ποιητική συλλογή του Σωτήρη Τσέκουρα «Στο βάθος του χρόνου»
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου