Χριστουγεννιάτικη ιστορία 

του Γρηγόρη Αζαριάδη


Έξη χρόνια στη φυλακή. Έξη ολόκληρα χρόνια εκεί που μια μόνο μέρα μοιάζει με αιώνα. Το κουβάρι του χρόνου ξετυλίγεται με ρυθμό σακατεμένης χελώνας. Όλα φαίνονται σχεδόν ακίνητα και το μόνο που δείχνει την αλλαγή είναι το ιδιόχειρο σημειωματάριο, εκεί όπου με οδυνηρό πόνο τα μεσάνυχτα σβήνω με το μολύβι την μέρα που πέρασε. Έξη χρόνια, 2192 μέρες στο περίπου. Και να περιμένω άλλα δύο χρόνια για τη μέρα, που θα ανοίξουν οι πόρτες της φυλακής κι εγώ θα τις διαβώ και θα χαθώ στον δρόμο προς την πόλη, χωρίς να ρίξω ένα τελευταίο βλέμμα πίσω μου. Και θα επιστρέψω στην κοινωνία, έχοντας συμπληρώσει το χρέος μου. Ποια κοινωνία και ποιο χρέος μου ; Αλλά, αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία. Το μόνο που έχω στο μυαλό μου είναι να βγω έξω, να αναπνεύσω τον καθαρό αέρα και να νιώσω ελεύθερος από τα δεσμά μου. Όσο για το τί γίνεται μέσα μου, ή για το έχει γίνει στη διάρκεια αυτών των χρόνων, είναι ένα ερώτημα, που θα μου πάρει πολύ καιρό να δώσω κάποια ικανοποιητική απάντηση.

Μόνος και ξεχασμένος από συγγενείς και φίλους. Γνώρισα βέβαια αρκετούς μέσα στη φυλακή. Μίλησα, περισσότερο άκουσα για να είμαι ειλικρινής, έμαθα ιστορίες, σκάλισα συναισθήματα σαν τυμβωρύχος, διάβασα πολύ … Προσπάθησα να κατανοήσω περισσότερο τον εαυτό μου, τα δικά μου συναισθήματα, να επαναπροσδιορίσω βασικές έννοιες. Το Καλό και το Κακό, τις κοινωνικές συνθήκες, που κάποιες φορές καθοδηγούν τις πράξεις μας. Πάλεψα να διερευνήσω προθέσεις και πράξεις, να πάρω απαντήσεις σε δύσκολες ερωτήσεις. Άλλες φορές τα κατάφερα, άλλες όχι. Δούλεψα σκληρά να ξεκαθαρίσω αυτά που νιώθω. Ιδιαίτερα αυτά που νιώθω για τους δικούς μου ανθρώπους, αλλά και αυτά που πίστευα ότι αισθάνονται κι εκείνοι για μένα. Τον σύζυγο, τον πατέρα … Τον παππού, που είναι στη φυλακή. Τελικά, το τελευταίο ήταν και το κομβικό σημείο. Η γέννηση της εγγονής μου. Η Μελίνα. Ένα όνομα, ένα πανέμορφο κοριτσάκι, που η γνωριμία μας ήταν μέσα από δύο φωτογραφίες που είχαμε ανταλλάξει μέσω του πατέρα της και γιού μου. Η Μελίνα ήξερε τον παππού της από την φωτογραφία του. Εγώ κοιμόμουνα με τη φωτογραφία της στο μαξιλάρι. Και της μιλούσα κάθε νύχτα, μέχρι να κλείσω τα μάτια.

Εκείνο το απόγευμα, καθόμουνα στο γραφείο του διευθυντή των φυλακών. Πίναμε καφέ, καπνίζαμε, μιλούσαμε για βιβλία, συνήθως για αστυνομικά μυθιστορήματα και κάποιες φορές παίζαμε σκάκι. Υπήρχε ανάμεσα μας μια παράξενη, ανεξήγητη, σχεδόν κωδικοποιημένη σχέση αλληλοεκτίμησης και σεβασμού. Λίγο πριν την ώρα του αποχαιρετισμού, μάντεψα την πρόθεση του να συζητήσει ένα ευαίσθητο θέμα μαζί μου. Κάτι η διστακτικότητα του, κάτι το δυσερμήνευτο βλέμμα του ενίσχυσαν τις υποψίες μου. Και τελικά δικαιώθηκα.

«Είσαι μέσα έξη χρόνια και δεν έχεις πάρει ούτε μια άδεια, Αγαμέμνονα».

«Κι είναι αυτό επιβαρυντικό στοιχείο ;» προσπάθησα αποτυχημένα να κάνω χιούμορ.

«Όχι βέβαια,» χαμογέλασε.

«Οπότε …»

«Σκέφτηκα να σου κάνω ένα μικρό δώρο …»

Παρατηρώντας την αντίδραση μου, άπλωσε την δεξιά παλάμη για να με προλάβει.

«Δεν θέλω να το αρνηθείς. Θα το κάνεις …» μικρή παύση «Σαν χάρη για μένα. Για την … οποιαδήποτε φιλία και τον σεβασμό που έχουμε».

Καθώς με έβλεπε να αμφιταλαντεύομαι, αποφάσισε να μου δώσει και την χαριστική βολή.

«Και για μένα …Και για την Μελίνα σου».

Στο άκουσμα της μαγικής λέξης, ένιωσα τα γόνατα μου να τρέμουν.

«Τι θες να πεις, Μενέλαε ;» έδειξα την περιέργεια μου.

«Άκου να δεις το πλάνο μου,» νέο χαμόγελο «Εσύ θα βγεις αύριο το μεσημέρι. Θα πας να βρεις μια φίλη μου, που θα στα εξηγήσει όλα».

«Τι είναι αυτά που λες ;» σηκώθηκα από την καρέκλα.

«Είναι όλα κανονισμένα, Αγαμέμνονα. Εσύ το μόνο που θα κάνεις είναι να βρεις την Ελένη κι εκείνη θα σε καθοδηγήσει. Θα κάνεις αυτό που θα σου πει και μεθαύριο θα επιστρέψεις εδώ».

Συνέχιζε να βλέπει τις αμφιβολίες στο βλέμμα μου. Σηκώθηκε και μου έσφιξε το μπράτσο.

«Όλα θα πάνε καλά. Και μεθαύριο το απόγευμα, που θα παίζουμε το σκάκι μας, αν θέλεις, θα μου τα διηγηθείς όλα. Εντάξει ;».

Η Ελένη αποδείχτηκε πλήρως ενημερωμένη και πλήρως οργανωμένη. Μετά από μισή ώρα, ένα καφέ και δύο τσιγάρα, έφυγα από το διαμέρισμα της με ένα καινούργιο τζιν, ένα σακάκι, ένα μακρύ κασκόλ και μια τσάντα γεμάτη παιχνίδια και μια πειστική στολή Άη Βασίλη. Όταν έφτασα έξω από την πολυκατοικία που έμενε ο γιός μου, φόρεσα την στολή και χτύπησα το κουδούνι. Δεν με περίμεναν και βλέποντας την αμηχανία τους, αναγκάστηκα να καταφύγω σε μια πρόχειρη δικαιολογία.

«Είμαστε από τον Δήμο Χαλανδρίου και φέρνουμε δώρα για τα παιδιά,» ψέλλισα στο θυροτηλέφωνο.

Ήταν 28 Δεκέμβρη, λίγο περίεργη ημερομηνία για δώρα. Χρειάστηκε να κάνω ένα βήμα ακόμη.

«Εγώ είμαι, Χρήστο …»

Φαντάστηκα την έκπληξη στο πρόσωπο του. Άνοιξε όμως τελικά, μπήκα στο ασανσέρ κι ανέβηκα στον τρίτο όροφο. Με περίμεναν με την πόρτα ανοιχτή. Ο γιός μου πίσω κι η Μελίνα μπροστά, είχε καρφώσει τα μεγάλα μάτια της πάνω μου και με κοίταζε σα να έβλεπε … κι εγώ δεν ξέρω τι. Έσκυψα και της έδωσα την τσάντα.

«Αυτά είναι τα δώρα σου, Μελίνα».

Η μικρή γύρισε στον μπαμπά της. Τώρα τα μάτια της έλαμπαν.

«Μπαμπά, ο Βασίλης !»

«Ο Άγιος Βασίλης, Μελίνα μου,» την διόρθωσε τρυφερά εκείνος.

Πήρα το μικρό, απαλό χεράκι της και το φίλησα.

«Και του χρόνου, Μελίνα μου,» ψιθύρισα, ενώ τα πρώτα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα.

Σηκώθηκα. Απέναντι, είδα στα μάτια του γιού μου τα δικά του δάκρυα κι ένα υποδόριο ευχαριστώ. Τράβηξε την μικρή μέσα, αλλά εκείνη έμεινε στυλωμένη για λίγα δευτερόλεπτα να με παρατηρεί. «Μιλάει το αίμα,» σκέφτηκα με μια κρυφή ικανοποίηση. Όταν έκλεισε η πόρτα, αποδύθηκα σε μια σύντομη, αλλά σκληρή, πάλη να βγάλω τη στολή του Άη Βασίλη και να πάψω να νιώθω ηλίθια άβολα. Οι παλμοί της καρδιάς μου εξακοντίστηκαν στο άπειρο. Τα δάκρυα πολλαπλασιάστηκαν. Και τότε ξαφνικά, η πόρτα ξανάνοιξε.

Η Μελίνα στεκόταν στο άνοιγμα, με τον πατέρα της μισό μέτρο πίσω. Γύρισα. Την είδα. Έτσι, χωρίς την κόκκινη στολή, ένιωσα γυμνός κι ευάλωτος.

«Παππού,» άκουσα την τσιριχτή φωνούλα της.

Με γνώρισε. Δεν ξέρω από που. Ίσως από τις φωτογραφίες, που της έδειχνε ο γιός μου ; Τα πόδια μου κόπηκαν. Η μιλιά μου χάθηκε.  

«Παππού … Να ξανάρθεις …»

Το βλέμμα του γιού μου έδειχνε ότι συμφωνούσε απόλυτα. Η πόρτα έκλεισε. Κατέβηκα από τα σκαλιά, μέσα στο σκοτάδι, με τα μάτια πλημμυρισμένα. Βγήκα στον δρόμο κι άρχισα να περπατάω αργά, αδιαφορώντας για τους κρουνούς του ουρανού, που άνοιξαν ξαφνικά και την καταιγιστική βροχή, που μαστίγωνε το πρόσωπο μου.

Το τελευταίο βιβλίο του Γρηγόρη Αζαριάδη «Παραπλάνηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο