Το γράμμα 

του Λευτέρη Μπούρου


Τα πόδια στις μύτες, το χέρι τεντωμένο ανάμεσα στα κλαδιά, η γλώσσα του στο πλάι, έξω απ’ το στόμα, όμως χαμένος κόπος:

Tο κάτω μέρος της κρεμασμένης κόκκινης κάλτσας, εκεί που -από ότι του ‘λεγε ο μπαμπάς-είχε πατήσει κάποτε η χοντρουλή φτέρνα του Άγιου Βασίλη,απέχειακόμη μια παλάμη από τα ακροδάχτυλά του.Τoπροηγούμενο πρωινό, όταν ήταν να στείλει το γράμμα, δεν το ‘κανε μόνος:ο μπαμπάς το είχε διπλώσει και το ‘χε βάλει μέσα στην κάλτσα, αφού πρώτα τον διαβεβαίωσε ότι ο Άγιος θα έπαιρνε το μήνυμα το βράδυ, όταν ο Γιαννάκης θα κοιμόταν στο κρεβατάκι του· όπως κάνουν όλα τα καλά παιδιά, δηλαδή.

Τώρα, ακόμη στις μύτες των ποδιών, το μόνο πουθέλει είναι να δει εάν η παραγγελία τουέχει φύγει για Βόρειο Πόλο. Αυτά τα Χριστούγεννα, έχει ζητήσει κάτι πολύ σημαντικό:

Ασφαλώς ο Γιαννάκης ξέρει ότι ο Άγιος Βασίλης δεν μπορεί να του κάνει όλα τα χατίρια· πέρυσι, που η μαμά ήταν ακόμη καλά, τον είχε μαλώσει λέγοντάς του ότι δεν μπορούσε να ζητάει όλα τα κάστρα LEGO, γιατί δεν ήταν μόνος του στη γη, γιατί έπρεπε να πάρουν όλα τα παιδάκια του κόσμου δώρα, και στην τελική -από ότι είχε καταλάβει ο Γιαννάκης- ήταν ένας κακομαθημένος μπόμπιρας και μισός.

Έτσι λοιπόν για φέτος, είχε ζητήσει κάτι που δεν κόστιζε τίποτα:

Πρώτα πρώτα, είχε ξεκινήσει το γράμμα λέγοντας ότι ήθελε μόνο «να γίνει καλά η μαμά». Και με αυτό, ο Γιαννάκης εννοούσε χίλια διακόσια πράγματα, που δεν ήξερε αν θα τα καταλάβαιναν στον Βόρειο Πόλο, αλλά που τα ένιωθε βαθιά μέσα του και που τα σκεφτόταν: Ήθελε λοιπόν να ξαναέχει μαλλιά η μαμά, και να γίνουν πάλι τα μάγουλά της ροζ, και να επιστρέψει η όρεξή της για παιχνίδι με τα LEGO και για βόλτεςκαι για φαγητό, γιατί τον τελευταίο καιρό -από το καλοκαίρι και μετά που έμεινε για μια βδομάδα στο νοσοκομείο δηλαδή- η μαμά, είχε αδυνατίσει πολύ. Και ο Γιαννάκης έγραφε κι άλλα στον Άγιο Βασίλη, και φοβόταν λίγο μήπως τα διαβάσει κάποιο ξωτικό-βοηθός και παρεξηγήσει τις σκέψεις του, αλλά, πώς να το κάνουμε τώρα· η γιαγιά στο σπίτι δεν είναι και πολύ καλή παρέα, μυρίζει γεροντίστικά, και όταν τον φιλάει του σαλιώνει τα μάγουλα, και, όταν ο Γιαννάκης την ρωτάει για το τι φρούτα έχει αυτή η χυμοθεραπεία που κάνει η μαμά, εκείνη τον κοιτάζει και κλαίει και του λέει εκείνου να μην στενοχωριέται.

Τέτοια πράγματα γράφει το γράμμα του, και ο Γιάννης, τα σκέφτεται όλα αυτά την ώρα που πάει να πιάσει την κάλτσα, και τα δάχτυλά του φτάνουν κοντά, πιο κοντά, και την αγγίζει λίγο στην άκρη της· ελαφριά του φαίνεται, άδεια, αλλά πρέπει να την πιάσει για να σιγουρευτεί ότι το γράμμα του το έχει πάρει ο Άγιος.

Και, γυρνώντας ξανά στην σκέψη του για την γιαγιά, θυμάται ότι έγραψε -ναι, το έγραψε καθαρά λίγο πριν το τέλος- ότι: «Αν η μαμά γίνει καλά, τότε η γιαγιά θα πάει πίσω στο χωριό και δεν θα κλαίει πια». Και αυτό το έβαλεσαν εξήγηση περισσότερο, γιατί δεν ήθελε να σκέφτεται ότι τα ξωτικά θα νομίζουν ότι δεν αγαπάει την γιαγιά του, γιατί, στο κάτω κάτω, κάτι τέτοια κάνουν τα κακά παιδιά που δεν παίρνουν δώρα τελικά.

Τώρα έχει τεντωθεί πολύ ψηλά, την πιάνει την κάλτσα, την τραβάει προς το μέρος του και…ωπ! Πατάει με τις φτέρνες στο πάτωμα και η κάλτσα κατεβαίνει μαζί του. Την ανοίγει, κοιτάζει μέσα…ναι! Το γράμμα του δεν είναι πια εκεί.

Παραμονές Χριστουγέννων, και δίπλα του, η τζαμαρία του μπαλκονιού έχει θολώσει. Χιονίζειαπ΄ το πρωί αλλά δεν το ‘χει στρώσει – οι λευκές νιφάδες που πέφτουν ανάμεσα από τις πολυκατοικίες τον κάνουν να φαντάζεται μια απέραντη πίστα με βαμβάκια που χορεύουν.

Ο Γιαννάκης, κρεμάει τώρα την κάλτσα σε ένα χαμηλότερο κλαδί, σουφρώνει τα χείλη και σταυρώνει τα χέρια και κοιτάζει την γιαγιά, η οποία κάθεται στον καναπέ απέναντι από το τζάκι και μιλάει στο τηλέφωνο. Σταυροκοπιέται η γιαγιά. Το κάνει συχνά τώρα τελευταία, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο· σήμερα, τώρα, τοπρόσωπό της, μοιάζει φωτεινό.

Ο Γιαννάκης το σκέφτεται μια στιγμή, και ύστερα περπατάει απ’ το δέντρο μέχρι τον καναπέ, και μετά ανεβαίνει με τις κάλτσες και κάθεται δίπλα από την γιαγιά του –και ευτυχώς δηλαδή που η μαμά λείπει εκείνη την ώρα από το σπίτι, γιατί κάτι τέτοια παλιότερα δεν του τα επέτρεπε· αλλά η γιαγιά, δεν του δίνει καμία σημασία που έχει περπατήσει όλο το πάτωμα και που τώρα ακουμπάει με τις κάλτσες στον καναπέ.

Ο Γιαννάκης την κοιτάζει που μουρμουρίζει κάτι ακαταλαβίστικα στο τηλέφωνο, και παρατηρεί τις ρυτίδες γύρω από το στόμα της που καμπυλώνονται καθώς χαμογελάει και λέει «Δόξα τω Θεώ!», και ακολουθεί με το βλέμμα του ένα της δάκρυ, που τρέχει στο πλάι της μύτης της και που κάνει το μάτι της να κοκκινίζει.

Αργότερα, το ίδιο απόγευμα, η μαμά θα έρθει με τον μπαμπά στο σπίτι. Ο Γιαννάκης δεν θα καταλάβει και πολλά, αλλά η συμπεριφορά τους θα τον κάνει να νιώσει πως κάτι καλό επρόκειτο να συμβεί.

Θα περάσει τις μέρες του μέχρι την παραμονή Πρωτοχρονιάς, με την βεβαιότητα ότι το γράμμα του θα κάνει την μαμά καλά· το επόμενο πρωινό, με απογοήτευση θα δει κάτω από το δέντρο ένα πακεταρισμένο δώρο που γράφει το όνομά του. Θα ανοίξει το δώρο, θα δει έναν ωραίο, μάλλινο σκούφο, θα βάλει τα κλάματα. Και δεν θα τα βάλει επειδή είναι ένας κακομαθημένος μπόμπιρας, ούτε γιατί δεν του αρέσει ο σκούφος· η μόνη του έγνοια για τότε και για μετά, θα είναινα γίνει η μαμά καλά.

Χρόνια αργότερα, όταν η γλυκιά προσμονή των Χριστουγεννιάτικων δώρων θα έχει γίνει ανάμνηση, ο Γιάννης, στην αγκαλιά της μάνας του, πνιγμένος από την ευωδία των ξανθών μαλλιών της, θα είναι σε θέση να καταλάβει ότι, μερικές φορές, αρκεί μια παιδική προσευχή για να προκαλέσει θαύματα.

Και σχεδόν έφηβος πια, θα κλείσει τα μάτια, θα φέρει στο νου του εκείνα τα Χριστούγεννα, και θα ευχαριστήσει τον καλοκάγαθο Άγιο για την ελπίδα, για τη χαρά, και περισσότερο για εκείνη την ευχή που έγραφε στο παιδικό του γράμμα, η οποία, κάπως μαγικά, είχε γίνει πραγματικότητα.

Το τελευταίο βιβλίο του Λευτέρη Μπούρου «Drifter #1: Το χέρι του Νεκρού» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο