Αλμυρά μελομακάρονα 

της Κωνσταντίνας Μόσχου

Οι μέρες πλησίαζαν. Από το Νοέμβρη οι ετοιμασίες. Αυτά τα Χριστούγεννα είχαν ποτίσει μέσα μας και μας ερχόταν καλύτερα να πιστεύουμε ότι έτσι θα είναι όλο το χρόνο, φωτεινά, γιορτινά. Έστω, μέσα στο σπίτι. Γιατί έξω…

Ανοίγεις το παράθυρο και κοιτάςμήπως κυκλοφορεί  κανένας χαρούμενος άνθρωπος, καμιά φωνή να κελαρύζει, κάποιο παιδί να χτυπά τη μπάλα του, κάποιο παραθύρι στολισμένο αλλά γελαστό. Γελούν και τα παράθυρα; Γελούν όπως οι άνθρωποι, αλήθεια σας λέω! Φαίνεται τι κρύβουν από πίσω.

Όπως στο απέναντι σπίτι από εμάς, όπου ξέρουμε ότι ζει ένας κύριος μοναχός του. Κάποτε έρχεται μια γυναίκα και του καθαρίζει, και ακόμα πιο σπάνια τον επισκέπτεται ο γιος του. Κατά τα άλλα, σιωπή. Α, φέτος του στόλισαν κι ένα δεντράκι, παμπάλαιο, και το ’βαλαν κοντά στο παράθυρο, να γιορτάσει κι αυτός ο χριστιανός. Όποτε έρχεται η καθαρίστρια, του ανάβει και τα λαμπάκια. Τότε όλα φαίνονται χαρούμενα. Αλλά δεν είναι. Όλα αστράφτουν από καθαριότητα κι από το φως που ρίχνουν τα λαμπιόνια, αλλά χαμόγελο από τον κυριούλη δεν είδαμε. Ποτέ δε βγαίνει στο μπαλκόνι του, κι ας είναι καλά στην υγεία του όπως μάθαμε.

Φέτος λοιπόν, στο δικό μας σπιτικό, είπαμε να φτιάξουμε μελομακάρονα. Θυμάμαι, άλλες χρονιές, τα παίρναμε έτοιμα ή μας τα έφερναν δωράκι οι πιο θεριακλούδες γιαγιάδες και θείες. Πέρσι μας είχαν φέρει κάτι θεσπέσια «Πετρετζίκικα» και κάτι άλλα πειραγμένα με σοκολάτα, σκέτο όνειρο! Έγινε μάχη γι’ αυτά.

Σήμερα, τώρα, η μάχη γίνεται σώμα με σώμα πάνω στο πλασμένο ζυμάρι, καθώς η οικογένεια έχει μαζευτεί στον πάγκο, και ο ένας σπρώχνει και πασαλείβει τον άλλον. Ο ένας θέλει να πλάσει αστεράκια, ο άλλος μισοφέγγαρα κι άλλος δημιουργεί ακατανόητα σχήματα, και άντε να τους εξηγήσεις ότι το μελομακάρονο πρέπει να έχει πάντα, μα πάντα, στρογγυλεμένες άκρες, ωοειδές εσαεί. Σαν την αγάπη, χωρίς γωνίες και αγκυλώσεις.

Πόση ζάχαρη είπαμε; Καλέ, μη βάζεις το καλό το λάδι, βάλε σπορέλαιο, πολύ ψιλό το έκοψες το καρύδι, είσαι ηλίθιος, μην κλωτσάς, μου πάστωσες την παντόφλα με ζυμάρια, κάνε το πιο καλά δε βλέπεις εμένα, αφήστε με εγώ τα φτιάχνω μερακλίδικα. Φωνές, φωνές, σπρωξιές, γέλια, καμώματα, αγάπες, όμορφες μέρες γιορτινές. Απορούσαμε γιατί τα παραγγέλναμε τόσα χρόνια απ’ έξω.

«Μη βάζεις τόση ζάχαρη!» φώναξα γιατί υπήρχε λόγος. Και για τα υπόλοιπα υπήρχε, αλλά όπως και να το κάνουμε ο δικός σου ο λόγος είναι πάντα ο πιο σωστός.

«Ναι, γιατί;»

«Γιατί θέλω να πάω και στον κύριο που μένει μόνος του, και μπορεί να μην επιτρέπεται να τρώει γλυκά».

Αυτό ήταν το σύνθημα για να αδειάσουν ολόκληρο το βάζο με τη ζάχαρη στο μείγμα, ώστε να λιγοστέψουν οι πιθανότητες για τον κυριούλη απέναντι. Τα υπόλοιπα παραλείπονται, γιατί και οι περιγραφές έχουν τα όριά τους. Φωνές, ξανά φωνές, και στο τέλος κανένας δεν τα δοκίμασε, παρά μπουχτισμένοι όλοι από τα ζυμάρια σκορπίστηκαν σε όλα τα δωμάτια αλαλάζοντας. Κι εγώ έμεινα μόνη να τα μελώνω.

Την επόμενη μέρα, κατέβηκα τις σκάλες της πολυκατοικίας, περήφανη για τα δημιουργήματά μου, μια μικρή πιατέλα στολισμένη με γιορτινά μελομακάρονα. Οπτικά ήταν τέλεια. Ούτε ζαχαροπλαστείο δε φτιάχνει τέτοια έργα τέχνης. Μήπως να αλλάξω επάγγελμα;

Χτύπησα το κουδούνι του κυριούλη, γεμάτη χαρά που θα ήμουν εκεί να του προσφέρω έστω αυτό το μικρό δωράκι. Με τα χεράκια μου, αυτό ήταν το σημαντικό. Και το άλλο βέβαια ήταν σημαντικό, ότι θα του έδειχνα με τον τρόπο μου ότι κάποιος νοιάζεται για κείνον.

Ο γείτονας άνοιξε με αρκετή καθυστέρηση, ενώ προσπαθούσε να σουλουπωθεί, κουμπώνοντας τη σκουρόχρωμη ρόμπα του. Με κοίταξε παραξενεμένος. Τη θέση της έκπληξης πήρε ένα χαμόγελο που σχηματίστηκε αμέσως μετά και πλάταινε διαρκώς στο πρόσωπό του. Πόσο όμορφος γίνεται κάποιος, πόσο λάμπουν τα μάτια του όταν αισθάνεται το πλησίασμα ενός ανθρώπου!

«Αγαπητή μου, δεν ήταν ανάγκη», είπε και εννοούσε το αντίθετο. «Μα περάστε, περάστε παρακαλώ! Μην κάθεστε στην πόρτα. Να σας προσφέρω ένα κονιάκ;»

Φαντάζομαι ότι θα το φυλάει από το 1900, αλλά δεν πειράζει, όσο πιο παλιό είναι το κονιάκ τόσο καλύτερο γίνεται. Έκανα λοιπόν ένα βήμα μπροστά. Και με χτύπησε κατάμουτρα η κλεισούρα. Το παράθυρο, όπου και τα φωτάκια του δέντρου αναμμένα, θα πρέπει να το άνοιγε μονάχα η καθαρίστρια όταν ερχόταν μια φορά στο τόσο.

«Ξέρετε… ζω μόνος μου εδώ και χρόνια. Ήταν μεγάλη η τιμή που μου κάνατε», είπε ο κυριούλης. «Λοιπόν, αισθάνομαι σαν να σας ξέρω χρόνια, σας βλέπω από το παράθυρο και σας χαίρομαι πραγματικά. Είστε μια οικογένεια όπως ήταν κάποτε η δική μου. Ευχάριστοι, ζωντανοί άνθρωποι. Αχ!»

«Πάθατε τίποτα; Πονάτε;»

«Όχι, θυμήθηκα τα περασμένα. Δυστυχώς αυτός είναι ο κύκλος της ζωής. Έχασα τη γυναίκα μου πριν από χρόνια και από τότε έχω πέσει σε μαρασμό. Ήμουν πολύ διαφορετικός, αχ να με βλέπατε τότε! Αλλά και τώρα καλός είμαι! Αλήθεια, μπορώ να δοκιμάσω τα μελομακάρονά σας;»

Κούνησα το κεφάλι ενθαρρύνοντάς τον. Κάτι όμως δε μου πήγαινε καλά. Αυτός ο άνθρωπος που σερνόταν προηγουμένως, τώρα φερόταν σχεδόν… περίεργα.

Τον είδα να γεύεται το μελομακάρονο που έσταζε γλύκα, και το ύφος του ήταν σαν να είχε παραδοθεί στην ανώτερη απόλαυση που δεν ξέρω ποια είναι ακόμα. Μα τόσο ωραία τους είχα φτιάξει; Άρχισα να αυτοθαυμάζομαι.

«Μμμμ! Έχετε βάλει και μισό καρύδι μέσα! Τι θεϊκή γεύση είναι αυτή; Δεν έχω λόγια! Α, να ορίστε λερώθηκα, πω πω, μου έσταξε το μέλι».

Ναι, πράγματι είχε λερωθεί και τώρα ξεκούμπωνε τη ρόμπα του αργά. Το ύφος του ήτανπαιχνιδιάρικο όπως ενός εικοσάχρονου, κι έτσι διαπίστωνα ότι πρώτα φεύγει η ψυχή κι ύστερα το χούι. Ναι, ο έρωτας πεθαίνει τελευταίος στους άντρες.

Τρομαγμένη, σηκώθηκα αμέσως για να φύγω. Είχα ήδη κάνει την καλή μου πράξη της μέρας, δε χρειαζόταν και δεύτερη!

«Μα σταθείτε, πού πάτε;» φώναξε ο κυριούλης.

Βρέθηκα σύντομα στη σκάλα. Σύντομα στο σπίτι μου. Σύντομα στο δικό μου αγαπημένο σύμπαν. Στις φωνές και στα χαχανητά. Ας είναι σύντομη η ζωή, όπως είπε ο κυριούλης, αλλά ας τη χαρώδοκιμάζοντας τα υπέροχα μελομακάρονά μου! Πήρα ένα από την πιατέλα και μπουκώθηκα, στέκοντας στο παράθυρο.

Έι! Μα τι μελομακάρονα είναι τούτα; Κάποιος αντί για ζάχαρη, είχε βάλει αλάτι! Καημένε, κυριούλη! Ξανακοίταξα στο σπίτι του ηλικιωμένου. Τώρα, μετά από χρόνια, οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες. Και ναι, νομίζω ότι το παράθυρο μού γελούσε.

Το τελευταίο βιβλίο της Κωνσταντίνας Μόσχου «Οι κυρίες με τα τιρκουάζ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο