Εορταστικές ιστορίες 

της Έλενας Χουσνή

Σήμερα μου ζητά συνεχώς να επαναλάβω προτάσεις. Ή να της ξαναδιαβάσω ολόκληρες παραγράφους. Μπρος – πίσω πηγαίνει στις απαιτήσεις της, σαν να προσπαθεί κάτι να βρει. Μα το κείμενο δεν αλλάζει. Ίδιο και απαράλλαχτο της το διαβάζω σχεδόν μέρα παρά μέρα. Μερικές φορές ξεχνιέται και δεν μου το ζητά, μα πάντα επανέρχεται.

«Την Κυρία με το σκυλάκι σήμερα» μου λέει με ένταση, όση της επιτρέπει η αρρώστια της. Και μετά, κάπως απολογητικά, «το αγαπώ αυτό το κείμενο. Είναι εορταστικό». Μα κάθε φορά που την ρωτώ γιατί είναι εορταστικό δεν μου απαντά.

Υποθέτω ότι κουνά το κεφάλι και χαμογελά. Έτσι κάνει πάντα όταν θέλει να αποφύγει μια απάντηση. Σαν να σου λέει πως θα έπρεπε να το έχεις ήδη καταλάβει. Μπορώ να την φανταστώ να κάνει το ίδιο και σήμερα, πίσω από την κλειστή πόρτα, καθισμένη στην καρέκλα που μου είπε ότι έχει σύρει μέχρι τον διάδρομο.

Από τη στιγμή που αρρώστησε, εγώ απ` έξω, εκείνη από μέσα μιλάμε μέσα από τα διηγήματα που της αρέσουν. Μόνο διηγήματα θέλει να της διαβάζω. Την πρώτη φορά που ήρθα έξω από την πόρτα της - πότε ήταν; δεν θυμάμαι - είχα πάρει ένα μυθιστόρημα, αρκετά μεγάλο για να κρατήσει τις μέρες που υπολόγιζα ότι θα ήμουν εκεί… Με μια καρέκλα παραμάσχαλα, από αυτές που χρησιμοποιώ στο ψάρεμα, ντυμένος με το πιο χοντρό μου πουλόβερ – ένα χοντρό πουλόβερ έχω εδώ που τα λέμε-  το μπουφάν που φορώ όταν πηγαίνω στο βουνό και σκεπασμένος  με μια κουβέρτα, θύμιζα κάτι από άνθρωπο των σπηλαίων που μετακόμισε, από κάποιο ιστορικό λάθος, στον διάδρομο μιας πολυκατοικίας σαράντα ετών, δίπλα στον σκοτεινό φωταγωγό. Αυτός ο «φωταγωγός» καταχράται το όνομά του με μεγάλη θρασύτητα σκέφτομαι κάθε φορά που ακουμπώ την καρέκλα μου έξω από την πόρτα της.

Εγώ κι αυτή είμαστε οι παλαιότεροι ένοικοι. Υπήρχαν και παλαιότεροι από εμάς. Άλλοι πέθαναν, άλλοι μετακόμισαν. Κι απομείναμε εμείς, δύο μεσήλικες που μέχρι πρότινος αντάλλαζαν ευγενικές καλησπέρες, σπανιότερα καλημέρες και αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλον με δυσπιστία. Μάλλον όχι. Όχι με δυσπιστία. Με την αμοιβαία αποκλειόμενη περίπτωση ότι θα γίνουν ποτέ φίλοι. Με την αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία ότι παραείναι διαφορετικοί. Αυτές οι δύο βεβαιότητες, άρρητες ή υπόρρητες, δηλαδή όχι διατυπωμένες με λόγια αλλά με τις μικρές συμβάσεις των χειρονομιών μεταξύ δύο σχεδόν αγνώστων ή όχι ακριβώς γνωστών ανθρώπων.

Όλα θα είχαν παραμείνει σε αυτό το αμοιβαία βολικό κλίμα εάν δεν είχαμε συναπαντηθεί ένα απόγευμα στην είσοδο της πολυκατοικίας μας,  χωρίς να ανταλλάξουμε την ευγενική καλησπέρα μας, παρασυρμένοι από τον όγκο βιβλίων που ο καθένας μας κουβαλούσε. Μικρή συνωμοσία. Τρία βιβλία κοινά στις στοίβες που κουβαλούσαμε εγώ κι εκείνη, εγώ από το αυτοκίνητό μου κι εκείνη από το δικό της.

«Μου τα έδωσε μια φίλη» μου είπε κοιτάζοντας όχι εμένα αλλά τον τόμο με τα διηγήματα του Τσέχωφ που βρισκόταν στη μέση της δικής μου στοίβας.

«Τα πήρα από το πατρικό μου. Τα είχα αφήσει εκεί καιρό» απάντησα κοιτάζοντας το «10» του Καραγάτση που ήταν στην κορυφή της δικής της.

Δυό στοίβες ακούμπησαν δίπλα – δίπλα στο κεφαλόσκαλο της εξωτερικής σκάλας της πολυκατοικίας. Δύο άγνωστοι κάθισαν δίπλα – δίπλα προσπαθώντας να βρουν μια νέα καλησπέρα, άλλου είδους, να πουν, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον με την περιέργεια και την αδημονία του εξερευνητή που αντικρίζει νέα γη. Άγνωστη γη. Ή μήπως γνωστή;

Μα πολυλογώ… Όταν αρρώστησε, υπερήφανα αρνήθηκε κάθε βοήθεια. Την πρώτη μέρα που πήγα έξω από την πόρτα της, άκουγα την βαριά της ανάσα. Σταματούσα κατά διαστήματα για να αφουγκραστώ, κάποιες στιγμές να την ρωτήσω αν κουράστηκε, άλλες αν χρειαζόταν κάτι. Η φωνή της έφτανε αποδυναμωμένη, ψίθυρος, βρόχος σπασμωδικός με κάποιες συλλαβές να χάνονται. «Καλ. εί…. Όχι, τίπο..».

Από τότε έρχομαι κάθε μέρα. Διαβάζω τα διηγήματα του Τσέχωφ. Από τον δικό μου τόμο. Ο δικός της σε κάποιο ράφι αγαπημένο θα έχει μπει. Έχει μπει, δηλαδή, το ξέρω. Τα είδα όταν ήπιαμε τον πρώτο μας καφέ.

«Η κυρία με το σκυλάκι» λοιπόν. Στιγμές – στιγμές φοβάμαι ότι θα το μισήσω. Ότι θα αρνηθώ να το ξαναδιαβάσω.

«Ξέρεις γιατί είναι εορταστικό;». Η φωνή της μοιάζει πιο ζωηρή σήμερα

Δεν απαντώ. Την περιμένω.

«Ο Τσέχωφ ήταν ένας άρτιος, ένας ολοκληρωμένος παρατηρητής. Αν και τεμάχιζε την ζωή σε μικρά στιγμιότυπα δεν της αφαιρούσε τίποτε. Κάθε ιστορία του, κάθε ματιά του, σε ένα σοκάκι, σε ένα καθιστικό, είναι μια άρτια μικρογραφία της ζωής. Αυτό είναι γιορτή. Να καταλαβαίνεις τον κόσμο. Να νοιάζεσαι να τον καταλάβεις. Να έχεις αυτή την αγάπη μέσα σου, να θέλες να γίνεις ο άλλος. Να γίνεσαι εκατοντάδες εκδοχές του εαυτού σου. Αυτό είναι γιορτή….». Τα λέει όλα μαζί, με φωνή από τα παλιά, ζωηρή, με το άγχος που συνήθως έχει να προλάβει να πει όσα σκέφτηκε.

Η παύση με βοηθά να σκεφτώ τα λόγια της. Ίσως να καταλάβω γιατί έβαλα κι εγώ τον τόμο στην στοίβα που πήρα από το πατρικό μου.

«Κι εσύ….» λέει.. «Κι εσύ εορταστικός είσαι»…Νέα παύση κι εγώ πετώ την κουβέρτα από πάνω μου και κοιτώ τον φωταγωγό, για πρώτη φορά με κάποια συμπάθεια για το μη φώς του.

«Ξέρεις πόσες μέρες είσαι δω;».

Αιφνιδιαστική ερώτηση. «Πολλές;» θέλω να απαντήσω. Μετρώ. Δεν ξέρω στ` αλήθεια. Πολλές. Αυτή είναι η σωστή απάντηση. Όσες ήξερα ότι θα χρειαστεί. Όσες χρειαστεί. Ποιος μετράει;

Η πόρτα ανοίγει σιγά. Η καρέκλα της είναι εκεί όπου την φανταζόμουν. Η ίδια χαμογελαστή μου δείχνει το φόρεμά της.

«Πάνε μέρες που έβγαλα τις πυτζάμες. Πάνε μέρες που δεν τις έχω ανάγκη».

Το χαμόγελο έχει ενοχή. Με κοιτά με παράκληση. Να μην θυμώσω.

«Εγώ… ήταν τόσο ωραίο.. ότι πιο όμορφο κάποιος… ξέρεις. Ήθελα να σου το πω… αλλά.. οι ιστορίες… εορταστικές….».

Θυμώνω; Όχι δεν θυμώνω. Με παρασύρει το παιδικό χαμόγελο, το όμορφο φόρεμα που φορά, οι εορταστικές ιστορίες, ο φωταγωγός που δεν είναι πια αχώνευτος, ε, και η κυρία με το σκυλάκι.

Κυρίως όμως ο Τσέχωφ. Που ακουμπώντας στον παραστάτη της διπλανής πόρτας, του διπλανού διαμερίσματος, μου κλείνει το μάτι. Ξέρω πώς ίσως γράψει καινούρια εορταστική ιστορία. Από αυτές τις δικές του….

Η νουβέλα της Έλενας Χουσνή «Παγωμένο νερό» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κύφαντα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο