Παραμονή

του Κωνσταντίνου Τρικουνάκη

Ο κύριος Στέλιος πήγε πάλι κοντά στην μπαλκονόπορτα και κοίταξε μέσα από το τζάμι. Έβλεπε μέχρι κάτω το δρόμο αφού είχε την τύχη να έχει δίπλα ένα άδειο οικόπεδο πουτου έδινε αυτή τη δυνατότητα. Όμορφο πράγμα να μπορεί το μάτι να βλέπει.

Είχε μάθει ότι οι κληρονόμοι του οικοπέδου δεν τα εύρισκαν μεταξύ τους κι αυτό τελικά ήταν πολύ βολικό για τον ίδιο αφού άφηνε το χώρο ανοιχτό.

Ο δρόμος ήταν άδειος παρά τη λιακάδα. Είχε κρύο όμως όπως είχε διαπιστώσει το πρωί που βγήκε για λίγο στο μπαλκόνι, εξερευνώντας πάλι το δρόμο. Τελευταίαμ έρα του χρόνου ήταν κι όμως δεν είχε δει κανέναν σήμερα να περνά εκτός από εκείνον τον κάπως ιδιόρρυθμο γείτονα που έβγαζε πάντα το σκύλο του βόλτα την ίδια ώρα –οχτώ το πρωί- και πάντα ντυμένος με σορτάκι και φανελάκι. Ασχέτως καιρού και ημέρας.

Είχε κάνει την ίδια κίνηση ως την μπαλκονόπορτα έξι ή επτά φορές, πάντα με την αμυδρή ελπίδα πως θα έβλεπε κίνηση ή έστω θα άκουγε τον ήχο από ένα τρίγωνο ή παιδικές φωνές που έλεγαν βιαστικά και ακατάληπτα τα κάλαντα κάπου κοντά.

Τίποτα.

Στράφηκε στον ουρανό κι αναρωτήθηκε πως μια τόσο όμορφη μέρα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα τόσο θλιβερή. Και λες σαν από συμφωνία ούτε τα παιδία που έβγαιναν με τα ποδήλατα όλες τις μέρες, ούτε τα ζευγάρια που περπατούσαν σε γρήγορο ρυθμό, σα να είχαν μόλις ανακαλύψει τη θεραπευτική δράση του περιπάτου. Ακόμη δεν είδε κανένα να πλύνει το αυτοκίνητό του ή να κουβαλά ψώνια. Μια μέρα που άλλες χρονιές ήταν γεμάτη κίνηση, νωχελική ή βιαστική -αυτό δεν είχε σημασία για τον ίδιο.

Άνοιξε το τζαμόφυλλο και βγήκε στο μπαλκόνι χωρίς να φορέσει κάτι επιπλέον. Λίγα λεπτά θα τα άντεχε στο βοριαδάκι. Τεντώθηκε ελαφρά στο κάγκελο που προστάτευε τα άκρα και κοίταξε κατά την άλλη πλευρά του δρόμου, όπου δεν είχε θέα πριν. Τα ίδια κι από κει, αν εξαιρέσεις δυο γάτες που μπήκαν αιφνίδια και σύντομα, σε ένα κυνηγητό με φασαρία καταμεσής του δρόμου.

Έκοψε μηχανικά δυο ξεραμένα γαρίφαλα από τη την επιμήκη γλάστρα, τα έτριψε με το χέρι χωρίς να ξέρει τι ήθελε να διαπιστώσει. Υστέρα τα πέταξε στον κήπο από κάτω. Τρία μέτρα δρόμος από τον πρώτο όροφο που έμενε.

Ξαναγύρισε μέσα στο μεγάλο κι έρημο διαμέρισμα. Τράβηξε τη ματιά του η αναλαμπή στις χριστουγεννιάτικες μπάλες στο πλαστικό δέντρο. Η φλόγα του τζακιού πάντα τρεμόπαιζε πάνω τους γιατί το καθρέφτισμα σε μια σφαίρα δεν χρειάζεται ειδική γωνία για να φανεί. Και μυστηριωδώς, πάντα, κάθε φορά που στρεφόταν κατά κει, η αντανάκλαση προκαλούσε τη ματιά παρότι είχε γίνει δεκάδες φορές αντιληπτή αυτές τις μέρες και δεν αποτελούσε κάτι νέο ή παράξενο.

Σκάλισε το τζάκι μηχανικά κι υστέρα άλλα ξεσταθμό στο ραδιόφωνο. Τον ενόχλησε ξαφνικά η επανάληψη των ίδιων και των ίδιων χριστουγεννιάτικων τραγουδιών. Του φάνηκαν όχι μονό ανόητα μα εκνευριστικά. Όμως κατά βάθος ήξερε γιατί εκνευριζόταν. Ήξερε τι του έλειπε. Κι αυτό ήταν εν μέρει επιλογή και εν μέρει κακή τύχη. Κακή τύχη γιατίείχε χηρέψει σχετικάνωρίς χωρίς να αποκτήσει παιδία. Επιλογή γιατί δεν προσπάθησε ποτέ μετά σοβαρά να βρει άλλη σύντροφο.

Τέτοιες γιορτινές μέρες, ένοιωθε μοναξιά, κι ακόμα μερικές φορές σαν κλέφτης που περίμενε κανένα ψίχουλο από τη χαρά των άλλων, από τη γιορτινή διάθεση τα γέλια των παιδιών, τις φωνές από κάποια μάζωξη. Όμως φέτος δεν υπήρχε τίποτα απ’ αυτά. Αυτή η καταραμένη επιδημία έφερε τα πάνω κάτω. Όλοι ξέχασαν όσα είχαν συνηθίσει από γενιές, ακόμα κι όσα δεν χρειαζόταν επειδή είχαν επιβληθεί από την πολιτεία ή για λόγους προστασίας.

Παραδοσιακά ο ίδιος, έχοντας μαζέψει ψιλά και μικρά χαρτονομίσματα περίμενε τα πιτσιρίκια που έλεγαν τα κάλαντα. Τα Χριστούγεννα δεν είχαν έρθει, ούτε ο μικρός που ερχόταν πάντα μόνος και ήξερε ότι έμενε ένα τετράγωνο παρακάτω. Αναρωτήθηκε γιατί να συνέβαινε αυτό. Γιατί δηλαδή ο μικρός είχε διαλέξει να λέει μόνος του τα κάλαντα. Ήταν ένα είδος επιλογής σαν τη δική του; Πάντως γνώριζε ότι η μητέρα του κι αυτός ζούσαν μόνοι σε ένα ημιυπόγειο. Πατέρας δεν είχε φανεί ποτέ, αν υπήρχε, κι η οικογένεια τα έβγαζε δύσκολα πέρα. Δεν είχε προσπαθήσει να μάθει περισσότερα, ήταν πάντα διακριτικός με την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων. Αυτό που έκανε όμως, ήταν να δίνει στο μικρό όσα έδινε σε παρέες για τα κάλαντα. Εκεί άρχιζε και τέλειωνε η σχέση τους.

Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να έκανε μια βόλτα μέχρι το σουπερ μάρκετ της περιοχής, όχι γιατί του έλειπε κάτι μα μόνο για να δει κόσμο. Το ζύγισε. Ήταν ακόμα πιθανό να εμφανιστούν παιδιά για τα κάλαντα. Φαντάστηκε την αστυνομία να κόβει πρόστιμα σε παιδάκια με τρίγωνα…Απίθανο να φαινόταν κανένα πιτσιρίκι αλλά αποφάσισε να μείνει στο σπίτι.

Τριγύριζε άσκοπα, σκάλισε το τζάκι, ίσιωσε ένα κάδρο στο δρόμο για την κουζίνα, όπου απλά έλεγξε τη γαλοπούλα στη μαινάδα. Θα την έψηνε το βράδυ, ένα κατάλοιπο εορταστικών συνηθειών που πεισματικά κράταγε. Θα προτιμούσε παρέα να το φάνε, φίλους που είχε λίγους, τα ανίψια του που τον θυμόταν μόνο στα τυπικά προφανώς έχοντας στο νου τους την κληρονομιά του. Ακόμη καλυτέρα θα ήταν η παρουσία μιας γυναικάς, μα αυτές δεν βγαίνουν από κάποιο κουτί χριστουγεννιάτικο. Κι ο ίδιος είχε κάνει μόνο χλιαρές προσπάθειες να συνδεθεί με ένα θηλυκό.

Θα έβαζε κρασί μόνο στο δικό του ποτήρι, κάθε σχολιασμός για τη γεύση του ή για τη νοστιμιά της γαλοπούλας θα ήτανμόνομέσα του, άφωνος. Η μόνη παρέα θα ήταν τα τραγούδια στην τηλεόραση. Τουλάχιστον κάποιες φορές το πρόγραμμα ήταν ανεκτό.

Σχεδόν τινάχτηκε στο χτύπημα του κουδουνιού της εξώπορτας. Πάτησε το κουμπί του θυροτηλεφώνου ρίχνοντας μια ματιά την μικρή του οθόνη. Δεν φαινόταν τίποτα.

«Ποιος είναι;» ρώτησε λίγο καχύποπτα.

 «Ο Αντώνης είμαι, κύριε Στέλιο…»

 Δεν αναγνώρισε τη φωνή, ούτε πήγε το μυαλό του σε κάποιον Αντώνη. Όμως ήταν παιδική φωνή, αυτό ίσως εξηγούσε γιατί δεν φαινόταν από την κάμερα. Ήταν ρυθμισμένη να βλέπει ενήλικες με κάποιο ύψος.

«Έρχομαι» είπε.

Άρπαξε το βελούδινο σακούλι με τα χρήματα που είχε ετοιμάσει ελπίζοντας ότι κάποιο παιδί θα παρέβλεπε τα μέτρα και θα είχεέρθει. Ίσως το γειτονάκι. Ναι! Αντώνη το έλεγαν.

Ανοίγοντας την πόρτα τον αναγνώρισε κάτω από την υφασμάτινη μάσκα. Κρατούσε στο χέρι του ένα κουτί, προφανώς με γλυκά;

«Η μαμά μου είπε, πως φέτος δεν μπορώ να πω τα κάλαντα.Είπε να σας φέρω αυτό.» έτεινε το κουτί «Είναι μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Λέει ότι ξέρει πως δεν έχετεανάγκη από οτιδήποτε.»

Ο Στέλιος πήρε το κουτί και αντιστάθηκε στην παρόρμηση να δώσει όλο το σακούλι με τα χρήματα στο μικρό. Ανακάτωσε τα μαλλιά του παιδιού σαν ένδειξη οικειότητας, κρύβοντας ταυτόχρονα το βούρκωμά του.

«Λάθος Αντώνη. Όλοι έχουμε ανάγκη από μικρά πράγματα που είναι αυθεντικά, αληθινά. Πες στη μητέρα σου πως την ευχαριστώ πολύ. Θα ήθελα να της στείλω ένα αντίδωρο μα δεν έχω έτοιμο κάτι. Αν όμως δεν έχει κάποιο πρόγραμμα το βράδυ, σας καλώ να φάμε τη γαλοπούλα. Στις εννέα αν συμφωνήσει».

Το τελευταίο βιβλίο του Κωνσταντίνου Τρικουνάκη «Αλέξανδρος και Εσπερία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο