Μια μικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία 

της Στέλλας Βρετού

Τα σπίτια στη μικρή πόλη του Πόντου ήταν κτισμένα ανάμεσα  στα βουνά και τη θάλασσα. Τις χειμωνιάτικες νύχτες η Αθηνούλα άκουγε τα κύματα να κυνηγιούνται, να πέφτουνε με λύσσα στα γυμνά βράχια, φοβόταν μήπως ο αέρας ξεριζώσει το δέντρο τους, το έλατό  τους, το μοναδικό έλατο στην περιοχή.  «Πώς στο καλό φύτρωσε εδώ;» άκουσε τον πατέρα της να ρωτάει τη μάνα της όταν πρωτοήρθανε στη μικρή πόλη.

20  Δεκεμβρίου. Πέντε μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Διαφορετικά τα φετινά, χωρίς κάλαντα, χωρίς ξαδέλφια, χωρίς τα παραμύθια της γιαγιάς. Η μητέρα της έφτιαχνε τους κουραμπιέδες, ο πατέρας της της είχε υποσχεθεί χριστουγεννιάτικο δέντρο με στολίδια καραμέλες και κεράκια  αντί για γυαλιστερές μπάλες, χωρίς όμως φάτνη. Πού να την έβρισκε τη φάτνη μες την Τουρκιά; Δεν γιορτάζουν οι Μουσουλμάνοι τη γέννηση του Χριστού, της είχε πει.

«Γιατί είσαι λυπημένη, Ατινούλα;»  τη ρώτησε  η φιληνάδα της ηΖεϊνέπ, που δεν μπορούσε να προφέρει το ‘θήτα’ και το ΄λεγε ‘τ’, ‘ταυ’.

«Γιατί πέρυσι τέτοιον καιρό ήμασταν στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς στην Πόλη. Με τον παππού στολίσαμε το δέντρο μας. Με σήκωσε ψηλά να βάλω το αστέρι στην κορυφή. Κι ήταν τόσο ζεστή η αγκαλιά του που νόμισα ότι θα έλιωνα ακόμα καιτα χιόνια στον δρόμο. Δέντρο, όλα τα παιδιά μαζί, στολίσαμε και στο σχολείο μας. Τη φάτνη μας τη βάλαμε τελευταία κάτω από το δέντρο».

«Φάτνη; Τι είναι φάτνη;» τη ρώτησε η Ζεϊνέπ.

«Φάτνη είναι το παχνί, εκεί πού βάζουν τον σανόστους στάβλους. Εκεί που γεννήθηκε ο Χριστός».

«Ο Χριστός;»

«Αα, δεν ξέρεις ούτε τον Χριστό! Άκου λοιπόν».

Και η Αθηνούλα της είπε την ιστορία του  Χριστού, όπως την είχε ακούσει από τη γιαγιά της. Της είπε για τον Ιωσήφ και τη Μαρία, για το ταξίδι τους στη Βηθλεέμ, για τη φάτνη όπου γεννήθηκε ο μικρούληςΧριστός, ο Χριστός που ήρθε στον κόσμο για  να μάθει στους ανθρώπους την αγάπη και τη συγχώρεση. Της είπε γιατα ζώα που μαζεύτηκαν γύρω του να τον ζεστάνουν  με την ανάσα τους, για τους βοσκούς και για τους τρεις μάγους που πήγαν να τον προσκυνήσουν φορτωμένοι δώρα, ακολουθώντας  το λαμπερό αστέρι στον ουρανό, που τους έδειχνε τον δρόμο και που  φώτιζε τον κόσμο όλο σαν να ΄ταν μέρα.

«Πολύ όμορφο παραμύθι. Είναι όμως  αργά. Πάω σπίτι μη μου τις βρέξει η μάνα μου. Καληνύχτα. Ατινούλα», είπε η Ζεϊνέπ κι έφυγε.

Η Ζεϊνέπ ήταν γειτονοπούλα  και συμμαθήτρια της Αθηνούλας στο σχολείο που πηγαίνανε, στη μικρή πόλη του Πόντου. Φορούσε πάντα έναν μεγάλο άσπρο φιόγκο στα κατάμαυρα  μαλλιά της. Ο κήπος της Αθηνάς συνόρευε με το μποστάνι του διώροφου σπιτιού της Ζεϊνέπ. Γνωρίστηκαν τη μέρα που ηΑθηνά ανεβασμένη στη μάντρα του κήπου της, κοίταζε τη μαμά γάτα της Ζεϊνέπ να παίζει με τα γατιά της. Η Ζεϊνέπ, που ήταν στο μπαλκόνι κι είχε δει την Αθηνά,  κατέβηκε στον κήπο και την πλησίασε.

«Καλημέρα. Πώς σε λένε; Εμένα Ζεϊνέπ».

«Εμένα Αθηνά. Μπορείς να με λες Αθηνούλα. Είμαστε καινούργιοι στη πόλη σας».

Τα δυο κορίτσια κοιτάχτηκαν για λίγο σιωπηλά.

«Τη  γάτα μου τη λένε Μπανού», έσπασε τη σιωπή η Ζεϊνέπ, «αν θέλεις μπορώ να σου δώσω ένα γατάκι της», είπε,  απλώνοντας προς την Αθηνά τα χέριατης. Κρατούσε μια κάτασπρη μπαλίτσα.Η Αθηνά πήρε την κάτασπρη μπαλίτσα, την έσφιξε στην αγκαλιά της, πάνω στην καρδιά της. Από τότε ήταν αχώριστες οι δυο τους, μαζί στο σχολείο, μαζί στα παιχνίδια, παντού μαζί. Η Αθηνά αγαπούσε το γελαστό κοριτσάκι με τον άσπρο μεγάλο φιόγκο, που έβρισκε χίλιους τρόπους  να της δείχνει την αγάπη του. Η Ζεϊνέπζούσε με τους γονείς της, τον αδελφό της και τη γιαγιά της, που φορούσε πάντα μια άσπρη μαντίλα κι είχε μεγάλα, γαλάζια μάτια.

Όπως η Αθηνά,έτσι και η Ζεϊνέπαγαπούσε πολύ τη γιαγιά της, της είχε μεγάλη αδυναμία.Της άρεσε να κουρνιάζει στην αγκαλιά της, να νιώθει το χάδι της στα μαλλιά της, να την ακούει να την νανουρίζει σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε, αλλά δεν είχε  σημασία γιατί η Ζεϊνέπμόνο τη γλύκα της φωνής της γιαγιάς της ήθελε ν’  ακούει.

24 Δεκεμβρίου. Παραμονή.  Η μαμά της Αθηνάς αργά το βράδυ, θ’  άναβε την καντήλα μπροστά στην εικόνα της Γέννησης του Χριστού, που είχε φέρει μαζί της από την Πόλη.Ο πατέρας της, αφού δεν υπήρχε εκκλησία για να πάνε, θα διάβαζε ένα μέρος από τη λειτουργία των Χριστουγέννων.

«Ατινούλα», άκουσε  τη φιληνάδα της να τη φωνάζει κι αμέσως μετά είδε τη Ζεϊνέπ να εμφανίζεται  μ’  ένα κασελάκι στα χέρια.  «Μου το ΄δωσε η γιαγιά μου να σου το φέρω όταν της είπα ότι είσαι λυπημένη,επειδή φέτος θα γιορτάσετε διαφορετικά το μπαϊράμι σας. Το έβγαλε  από τη μεγάλη κασέλα της, και ξέρεις, ε, κανείς δεν ξέρει τι έχει μέσα η μεγάλη κασέλα της γιαγιάς, δεν αφήνει κανέναν να την αγγίξει! Αα, και κάτι άλλο. Της είπα για το παραμύθι που σου έλεγε η γιαγιά σου και τότε μάντεψε τι έκανε η δική μου:  Με κάθισε δίπλα της, μου χάιδεψε τα μαλλιά, ‘Το ξέρω’, μου είπε, ‘ αυτό το παραμύθι. Το λέγαμε κι εμείς στο σπίτι μας πριν πολλά χρόνια’. Δεν πίστευα  στ’ αυτιά μου όταν άρχισε να μου λέει για το αγοράκι, -πώς είπες ότι το λέγανε; Αα, ναι, Χριστούλη- που ήρθε  στον κόσμο για να μάθει στους ανθρώπους την αγάπη και τη συγχώρεση».

Η μάνα κι ο πατέρας της Αθηνάς είχαν πάει κοντά τους κι άκουγαν τη Ζεϊνέπ.  Πρώτη φορά τους έβλεπε να την ακούνε με τόση προσοχή.

«Καληνύχτα, άργησα πάλι», είπε το κοριτσάκι με τον φιόγκο  και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο.

«Το κασελάκι;»  φώναξε από πίσω του η Αθηνούλα.  

«Δικό σου δεν είπαμε; Να το βάλεις κάτω από το δέντρο σου, είπε η γιαγιά.Δεν ξέρω τι έχει μέσα».

Η Αθηνούλα άνοιξε το κασελάκι. Έμεινε να κοιτάζει το περιεχόμενο.  Φιγούρες  δουλεμένες στο  ξύλο, ζωάκια. Αναγνώρισε τη Μαρία, τον Ιωσήφ, τον μικρό Χριστό, του τρεις μάγους. «Μια φάτνη!» ψιθύρισε θαμπωμένη.

Γύρισε και κοίταξε τους γονείς της. «Γιατί έχει φάτνη η γιαγιά της Ζεϊνέπ, πατέρα;» ρώτησε.

 Οι γονείς της κοιτάχτηκαν. Σιωπούσαν.

«Επειδή όταν ήταν μικρή πίστευε κι εκείνη στην ιστορία του Χριστού|, αποκρίθηκε τελικά ο πατέρας της. «Ζούσαν Χριστιανοί εδώ.  Έλληνες, Ρωμιοί».

Το τελευταίο βιβλίου της Στέλλας Βρετού «Η εφήμερη ομορφιά του έρωτα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο