Το Ταξί 

του Αλέξη Μοστριού

Περπατάω προς την έξοδο του κτιρίου νιώθοντας ένα βάρος στους ώμους μου. Γύρω μου, οι διάδρομοι άδειοι, εκτός από τον φύλακα στην πόρτα που δεν μπαίνει καν στον κόπο να με χαιρετήσει. Δεν τον αδικώ, ποιος θα ήθελε να είναι στη θέση του απόψε;

Στο δρόμο, η κίνηση έχει πυκνώσει πολύ. Περασμένα μεσάνυχτα και η διάθεση του κόσμου ανεβασμένη, έστω και αν οι περισσότεροι θα πήξουν μέσα στα αυτοκίνητά τους μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Σηκώνω το χέρι και καλώ ένα ταξί που πλησιάζει. Κάθομαι στη θέση του συνοδηγού και κοιτάζω τον οδηγό. «Καλησπέρα, πού πάμε;» ρωτάει. «Ανέβα την Κηφισίας» αποκρίνομαι και προσπαθώ να βολευτώ, παλεύοντας να πετάξω από πάνω μου τον πονοκέφαλο που έχει φωλιάσει εκεί. «Θα πάρει ώρα», μου λέει παραιτημένος αυτός και βγάζει φλας. Στο ταμπλό, έχει κρεμάσει γιορτινά φωτάκια που αναβοσβήνουν.

Του ρίχνω άλλη μια ματιά. Το μακρύ άσπρο του μούσι παραπέμπει πιο πολύ σε παπά. «Βασίλης», μου λέει και μου δίνει το χέρι του. «Σαν τον Άγιο;» λέω, ανταποδίδοντας τη χειραψία. Γελάμε ελαφρά. «Γιώργος» συνεχίζω λέγοντας ψέματα. Δύσκολες εποχές, δεν είμαστε να δίνουμε και πραγματικά στοιχεία έτσι εύκολα. «Μπελάδες;» με ρωτάει. Πάλι σε μαθητευόμενο ψυχολόγο πέσαμε, σκέφτομαι. Είναι η τυχερή του μέρα. «Είμαι αστυνομικός» του πετάω, αυτήν τη φορά με ειλικρίνεια. Ίσως να θέλω να πάρω άλλη μια γνώμη.  «Παραμονή Πρωτοχρονιάς είναι» μου απαντάει. «Πρέπει να μπεις στη νέα χρονιά χωρίς προβλήματα».

Το σκέφτομαι για λίγο. Έχει δίκιο. «Σου αρέσουν τα αινίγματα;» τον ρωτάω. Του αρέσουν, λέει. Προχωράμε πολύ αργά, έχουμε ακόμα χρόνο. «Μας κάλεσαν πριν μερικές μέρες για μια αυτοκτονία. Ο τύπος έμενε μόνος, σε ένα ρετιρέ στο κέντρο. Νωρίς το βράδυ πήγε να τον επισκεφτεί η κόρη του. Χτύπησε το κουδούνι, και όταν δεν πήρε απάντηση πήγε να ξεκλειδώσει με τα κλειδιά της. Δεν μπόρεσε όμως να μπει, η αλυσίδα ήταν ακόμα στη θέση της. Τον φώναξε αρκετές φορές, δεν πήρε απάντηση και τελικά πήρε εμάς. Φτάσαμε μετά από λίγα λεπτά, κόψαμε την αλυσίδα και μπήκαμε μέσα, αλλά γρήγορα διαπιστώσαμε ότι  δε χρειαζόταν και πολλή σκέψη για να καταλάβουμε τι είχε συμβεί».      

Εκείνος μένει σιωπηλός, θέλει να συνεχίσω. Είμαστε στο ύψος της Φιλοθέης, έχουμε δρόμο ακόμα μέχρι τα βόρεια προάστια. «Τον βρήκαμε με μια ζώνη στο λαιμό, κρεμασμένο από ένα γάντζο που είχε στο ταβάνι του σαλονιού για να κρεμάει έναν πολυέλαιο. Είχε αφήσει και σημείωμα πάνω στο κρεβάτι. Ο ιατροδικαστής δε βρήκε κάτι ύποπτο πάνω του και διαπίστωσε θάνατο από αυτοχειρία. Η όλη διαδικασία δεν κράτησε πάνω από δύο ώρες».  Τον κοιτάζω πάλι, έχει σμίξει τα φρύδια, προβληματισμένος. «Αλλά εσύ δεν πείθεσαι ότι έγιναν έτσι τα πράγματα», μαντεύει τη σκέψη μου.

Του περιγράφω το σπίτι. Ο άνθρωπος είχε πολλά περίεργα αντικείμενα στο σαλόνι. Γιαπωνέζικα σπαθιά που κόβουν μόνο που τα κοιτάς, βαλσαμωμένα ζώα στον τοίχο, ένα πιάνο, δίπλα του μια πανοπλία, ακόμα πιο δίπλα μεγάλα τόπια με ύφασμα. «Ήταν ράφτης ο μακαρίτης» του εξηγώ. Μια συλλογή από παλιά νομίσματα που έπιανε το μισό τοίχο τού τράβηξε το ενδιαφέρον, αλλά δεν έμοιαζε να λείπει κάτι. «Κάτι άλλο;» με ρωτάει. Ναι, υπήρχε επίσης και ένα όμορφο σαξόφωνο, μέσα στη θήκη του. Ο ιδιοκτήτης ήταν λάτρης της τζαζ και έπαιζε, όπως μας είπε η κόρη του. «Σε τι κατάσταση βρήκατε το όργανο;» επιμένει αυτός. Βγάζω το μπλοκάκι μου. «Πέρα από ίχνη σάλιου μέσα στο όργανο, δεν βρέθηκε κάτι άλλο», διαβάζω από τις σημειώσεις μου. «Είχε άλλα παιδιά;» με ξαναρωτάει. «Ναι, έναν γιο. Καταφέραμε να τον βρούμε στο τηλέφωνο αφού είχε φύγει η νεκροφόρα και ήρθε αμέσως. Έπρεπε να τον δεις πώς έκανε, πρέπει να ήταν πολύ δεμένη οικογένεια».

Μένει για λίγο ακόμα σιωπηλός. «Έλα, μην τα σκέφτεσαι αυτά», λέει τελικά. «Είναι γιορτινές μέρες, πρέπει να μάθεις να χαλαρώνεις όταν φεύγεις από τη δουλειά. Κι εγώ δυσκολεύομαι, αλλά είναι απαραίτητο», συνεχίζει χαμογελώντας. Του εξηγώ ότι κάτι δε μου κάθεται καλά στην ιστορία που μόλις του περιέγραψα, αλλά εκείνος έχει βαλθεί να μου αλλάξει θέμα. «Πήρα έναν τύπο νωρίτερα, να τον πάω από τον Κορυδαλλό στο σπίτι του στο Περιστέρι. Είχε μόλις αποφυλακιστεί», λέει και δυναμώνει λίγο το ραδιόφωνο που παίζει τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. «Δεν έχεις ξαναδεί πιο χαρούμενο άνθρωπο. Τον περίμεναν, μου είπε, οι δικοί του στο σπίτι. Στη διαδρομή, κοιτούσε τα φωτάκια στους δρόμους σαν παιδάκι, και όταν φτάσαμε είδα στην πόρτα τη γυναίκα και τα παιδιά του. Του κέρασα τη διαδρομή, του είπα ότι με πλήρωσε με τη χαρά του». Τον κοιτάζω, ξαναπαίζει τη σκηνή μέσα στο κεφάλι του και μοιάζει να χαμογελά.

Έχει δίκιο, δεν ωφελεί να σκοτεινιάζω. Μια άλλη φορά, μου λέει, πάλι Χριστούγεννα, μια κυρία του άφησε στο πίσω κάθισμα ένα κουτί με γλυκά και μια καρτούλα που έλεγε «Καλά Χριστούγεννα». Η ατμόσφαιρα στο ταξί έχει γίνει πια γιορτινή, έστω και αν τη μουσική σκεπάζουν τα κορναρίσματα από τους οδηγούς που βιάζονται να φτάσουν στα ρεβεγιόν τους. «Ας ελπίσουμε ότι δε θα πιούν και θα φτάσουν όλοι και στα σπίτια τους», μονολογώ. «Είσαι καλό παιδί, πάντα τους άλλους σκέφτεσαι», μου λέει γελώντας. «Σωστός μπάτσος», απαντώ.  Είμαστε πια στο Μαρούσι, σε λίγο θα κατέβω. Σκέφτομαι κι εγώ με τη σειρά μου τα όμορφα, καστανά μάτια που θα με περιμένουν στο σπίτι και νιώθω να ξαλαφρώνω. Στο παρμπρίζ, έχουν κάνει την εμφάνισή τους μερικές χιονονιφάδες, σαν να περίμεναν τη σειρά τους να χορέψουν στον αέρα.

Του κάνω νόημα να σταματήσει απέναντι από το Άλσος της Κηφισιάς. «Καλή χρονιά» του εύχομαι καθώς τον πληρώνω και μου ανταποδίδει εγκάρδια. Βγαίνω και κλείνω την πόρτα, ρίχνοντάς του μια τελευταία ματιά. Ανοίγει το παράθυρο του συνοδηγού και με κοιτάει πονηρά. «Η υπόθεση έχει κλείσει;» με ρωτάει. «Αύριο πάει ο φάκελος στο αρχείο», αποκρίνομαι. «Κανένας σοβαρός μουσικός δεν αφήνει το όργανό του ασκούπιστο», συνεχίζει εκείνος. Μένω αμίλητος. «Ο γιός το έκανε», πυροβολεί ξαφνικά. «Και πώς βγήκε έξω;» ρωτάω με χαζό ύφος. «Δε βγήκε» απαντάει, και βάζει ταχύτητα. «Πανοπλία» τον ακούω να λέει καθώς απομακρύνεται. Νιώθω το στόμα μου να παγώνει, έτσι όπως μένει μισάνοιχτο, με τα καμπανάκια και τη μουσική από το ραδιόφωνό του να ξεμακραίνουν…

Το βιβλίο του Αλέξη Μοστριού «Ικέτες» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο