Χριστουγεννιάτικη Πουτίγκα 

της Τίτσας Πιπίνου

Μια αληθινή ιστορία που συνέβη την εποχή που είχε ξεκινήσει ο Απελευθερωτικός Αγώνας των Κυπρίων από τους Άγγλους.

Βρετανικό Στρατόπεδο, Επαρχία Πάφου, Κύπρος λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1958.

Ο άνδρας που μπήκε στο γραφείο του λοχαγού Ντάνιελ Ρίκμαν ήταν πολύ φτωχικά ντυμένος. Κρατούσε στο χέρι ένα κασκέτο σαν αυτά που φορούν οι αχθοφόροι, ή οι εργάτες, που πρέπει να έβγαλε κατά την είσοδο του σε ένδειξη σεβασμού. Είχε ζητήσει να δει τον αξιωματικό υπηρεσίας και τον έφεραν ως εκεί. Ήδη το πέρασμα μέσα από ατέλειωτους διαδρόμους και πολυάσχολα γραφεία να τον είχε αποθαρρύνει.Τώρα στεκόταν χωρίς να μιλά, κοιτώντας κάτι χρωματιστά λαμπιόνια και στολίδια που κάποιος είχε την έμπνευση να στολίσει ένα δεντράκι για τα Χριστούγεννα μέσα στο στρατόπεδο. Σκέφθηκε ότι τα παιδιά του και εφέτος, όπως κάθε χρόνο,δεθα είχαν κανένα χριστουγεννιάτικο στολίδι, το πολύ πολύ να κόψουν ένα πευκάκι και να δέσουν στα κλωνάρια του χρωματιστούς φιόγκους από κουρέλια.

Η όλη συζήτηση δεν κράτησε παρά λίγα λεπτά. «Τι θέλει;» ρώτησε ο λοχαγός τον Τούρκο δραγουμάνο,κοιτώντας με ανυπομονησία τη στοίβα τα χαρτιά στο γραφείο του. «Λέει ότι ένας στρατιώτης του πήρε κάτι από το σπίτι του»,αποκρίθηκε ειρωνικά. Ο Ντάνιελ Ρίκμανσήκωσε για πρώτη φορά το κεφάλι στον κουρελή με το φαρδύ παντελόνι, μαυρισμένο από τον ήλιο και ρώτησε να μάθει τι του πήρε. «Ένα ραδιόφωνο, κύριε διοικητά», προφανώς αγνοώντας τον βαθμό του, κάτι που διόρθωσε στη μετάφραση ο δραγουμάνος, -οι δραγουμάνοι ήταν πάντα Τούρκοι. Τον κοίταξε προσεκτικά με δυσπιστία: «Ένα ραδιόφωνο;» επανέλαβε. «Εννοείς το έκλεψε;» Ο άνδρας δεν απάντησε, μόνο συνέχισε να κοιτά διστάζοντας να παραδεχτεί ότι ένας Άγγλος στρατιώτης τον έκλεψε, κοιτώντας ικετευτικά τον δραγουμάνο, λες και ήταν δικός του άνθρωπος, γιατί ήταν από το διπλανό χωριό, αλλά η στάση του τον απέτρεψε. «Ξέρεις ποιος ήταν;» «Φυσικά, ξέρω τον στρατώνα του».

Ο Ντάνιελ Ρίκμαν ήταν αδύνατον να πιστέψει, ότι ένας στρατιώτης του Βρετανικού Στέμματος θα έκανε τέτοια χοντροκοπιά, ωστόσο έκανε έρευνα κι έμαθε τι ακριβώς συνέβηκε: μια ομάδα τεσσάρων έκανε έφοδο στα χωριά μία ημέρα του κέρφιου, του κατ’ οίκον περιορισμού δηλαδή, σ’ αυτές τις γκρίζες περιοχές με τα φτωχόσπιτα, για να βρουν τυχόν κρυμμένα όπλα. Δε βρήκαν τίποτα. Στο σπίτι του άνδρα φεύγοντας,ένας πρόσεξε ένα ραδιόφωνο, που θεώρησε καλό να πάρει. Το κουβάλησε στον ώμο, αγνοώντας τις ικεσίες και το κλάμα των παιδιών. Ο λοχαγός ζήτησε να του φέρουν  το ραδιόφωνο· ήταν ένα παμπάλαιο με ποντικοφαγωμένα σύρματα, χτυπημένες γωνίες και καταγδαρμένο· θα του έκανε εντύπωση αν λειτουργούσε τούτη η σακαράκα. Αλλά, ακόμη κι έτσι, αναρωτήθηκε, σε τι θα χρησίμευε στον ηλίθιο που το άρπαξε; Ο στρατιώτης που διέπραξε την κλοπή ήταν ένας νεαρός. Δεν είχε λόγια να δικαιολογήσει την πράξη του, μόνο ότι έτσι του ήρθε. Μα τι γινόταν μ’ αυτούς τους βλάκες που έστελναν τώρα τελευταία από την πατρίδα; Ο Ντάνιελ είπε στον οδηγό να τον οδηγήσει στη διεύθυνση του άνδρα.

Ο δρόμος είναι σκαμμένος και σκονισμένος. Ένας φτωχός χωματόδρομος. Το σπιτάκι ένα χαμηλοτάβανο με ακανόνιστους τοίχους από πέτρες στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη, στην άκρη ενός οικισμού, σαν μια φυσική προεξοχή της γης. Σαν τις μυρμηγκοφωλιές, που στην πρώτη δυνατή μπόρα, θα το παράσερναν τα νερά. Το εσωτερικό ακόμη πιο φτωχικό, όλα χωμάτινα, τοίχοι και δάπεδο.

Στο μισοσκόταδο διακρίνει παιδιά, στριμωγμένα το ένα πάνω στο άλλο, ένα ανθρώπινο κουβάρι, μαρμαρωμένο από τον φόβο, στο άκουσμα της μηχανής του Land Rover που σταμάτησε έξω από την πόρτα τους, και στη θέα του ογκώδη άνδρα με τη στολή που έφραζε τη χαμηλή πόρτα. Την προηγούμενη φορά, άνδρες αναποδογύρισαν τα έπιπλα, κλωτσούσαν τα πράγματα, ανασήκωσαν τα στρωσίδια κατάχαμα, μήπως υπήρχε κάποια καταπακτή στο δάπεδο, αν και το χώμα ήταν τόσο σκληρό σαν μπετόν, που μόνο ένας ηλίθιος θα μπορούσε να σκεφθεί, ότι η συμπαγής μάζα μπορούσε να σκαφτεί.Το χειρότερο ένας άρπαξε το πιο πολύτιμο αντικείμενο τους, το ραδιόφωνο. Μπορεί να χρειαζόταν κλωτσιές για να πάρει μπρος, ή να ενώσουν τα σύρματα στο εσωτερικό, που έτρωγαν οι ποντικοί, αλλά παρ’ όλα αυτά έπαιζε στην επιμονή τους.

Η φτώχεια,τον Ντάνιελ Ρίκμαν, τον χτυπάει κατάμουτρα. Η φτώχεια έχει μια μυρωδιά τόσο οικεία που δεν μπορεί να την αγνοήσει. Το ίδιο και ο τρόμος των παιδιών. Τον κοιτάνε με ορθάνοιχτα μάτια ασάλευτα, κολλημένα το ένα στο άλλο, σαν αγαλμάτινη σύνθεση από μπερδεμένα κεφάλια, πόδια και χέρια. Με δυσκολία μετράει πέντε κεφάλια σ’ αυτή την αλλόκοτη ανθρώπινη ένωση. Σε μιαν άκρη στο δάπεδο σωροί από άχυρα, κι ένας κουβάς με νερό, που σημαίνει ότι τη νύχτα μπάζουν ζώα. Ζώα και άνθρωποι μαζί, ένα κουβάρι. Τόση φτώχεια δεν ήξερε ότι υπάρχει. Αναρωτιέται πως επιβιώνουν αυτοί οι άνθρωποι.

Ο πιο μεγάλος γιος, ο Σωκράτης τρέμει, γιατί πριν λίγες ημέρες είχε γράψει στον τοίχο της εκκλησίας με μπογιά «ΑΝΩΣΗ», ήθελε να γράψει τηλέξη «ΕΝΩΣΗ», αλλά ήταν τόσο τρομοκρατημένος που την έγραψε λάθος. Τώρα πίστευε ότι τον ανακάλυψαν και ήρθαν να τον συλλάβουν. Ωστόσο όταν μπαίνει ο οδηγός κρατώντας το ραδιόφωνο, ανασαίνει με ανακούφιση. «Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ κύριε διοικητά» λέει,ο πατέρας, και ξαναλέει. Ο λοχαγός όμως δεν ακούει,του έρχεται να κλάψει. Αν μείνει κι άλλο εδώ θα κλάψει από αυτό που βλέπει. Κάνει μεταβολή και φεύγει βιαστικά.

Την άλλη μέρα θα πάει ξανά στο σπίτι εκείνης της οικογένειας, αυτή τη φορά θα οδηγήσει ο ίδιος, θέλει να είναι μόνος. Όταν σπρώχνει την πόρτα αντικρίζει ξανά τον ίδιο τρόμο στα μάτια των παιδιών, λες και μαρμάρωσαν στη θέα του για μια ακόμη φορά. Βγαίνει κι όταν μπαίνει ξανά κρατά ένα χάρτινο κιβώτιο που περιέχειμπισκότα, σοκολάτες Cadburyκαι μία μεγάλη χριστουγεννιάτικη πουτίγκα που του έστειλε η γυναίκα του πριν λίγες μέρες, αλλά σ’ αυτούς θα είναι πιο απαραίτητη. Άλλωστε είναι παραμονές Χριστουγέννων. Τα πρόσφερε χωρίς να πει λέξη, τα παιδιά κοιτούν την πουτίγκα χωρίς να ξέρουν τι είναι, αλλά σίγουρα από την όψη φαίνεται ότι είναι κάτι όμορφο, γιατί δεν έχουν δει ξανά, πολύ περισσότερο φάει ποτέ στη ζωή τους.  

Υ.Γ. Ο Σωκράτης που μου διηγήθηκε την ιστορία μου είπε ότι όταν έγραψε τη λέξη «ΑΝΩΣΗ» ήταν εννέα χρονών.

Ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. είχε τελειώσειπρο πολλού, αλλά μέχρι πουεπέστρεφε φοιτητής στο χωριό του η λέξη υπήρχε ακόμη εκεί. «ΑΝΩΣΗ». Δεν το είχε πει σε κανέναν, γιατί ντρεπόταν για το λάθος του. Για κάποιο λόγο ενώ όλα τα άλλα συνθήματα τα είχαν σβήσει, αυτό είχε μείνει για χρόνια, ίσως γιατί κανείς δεν καταλάβαινε το νόημα της λέξης, εκτός από τον ίδιο.

Το τελευταίο βιβλίο της Τίτσας Πιπίνου «Το κορίτσι του Αλεσάντρο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο