Ματογυάλα 

του Μιχάλη Πατεντάλη

Ήταν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Αυτό το θυμάμαι καλά μιας και τα ράφια των καταστημάτων είχαν γεμίσει από πολύχρωμες χριστουγεννιάτικες μπάλες και αναρίθμητα φωτάκια που αναβόσβηναν ρυθμικά . Ήμουν σε ένα μικρό χώρο στριμωγμένος με άλλους δέκα συμπατριώτες μου και περίμενα, όπως κι αυτοί, τον ερχομό κάποιου φιλάνθρωπου για να μας φιλοξενήσει τις μέρες των Χριστουγέννων. Είναι αλήθεια πως, παρόλο που δεν είχα δικαίωμα επιλογής, ήλπιζα να γιορτάσω την γέννηση του Χριστού σε μια οικογένεια που η έννοια της φιλοξενίας θα αποτελούσε  γι αυτήν ύψιστη αρετή. Όμως αλίμονο. Αυτός που θα επέλεγε να με πάρει μαζί του ήταν γραφτώ να γίνει ο μεγάλος εφιάλτης των πιο φρικτών  ονείρων μου. 

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή για να μπορέσεις και συ φίλε αναγνώστη να καταλάβεις πως οι νοσηροί οραματισμοί αυτού του ανθρώπου ήταν τόσο μακάβριοι, που η μοχθηρία τους διαπερνούσε κάθε μόριο του μυαλού του. Από την αρχή, όταν με επισκέφτηκε εκείνη την καταραμένη μέρα ένιωσα την διαστροφή που φώλιαζε μέσα του. Έκανα λοιπόν τα πάντα για να μην με προσέξει. 

Κρύφτηκα πίσω από έναν κορμό δέντρου, έχωσα το κεφάλι μου στην άμμο, έκανα τον ψόφιο κοριό, τον άρρωστο. Όλες μου οι προσπάθειες να τον αποφύγω αποδειχτήκαν μάταιες. Δεν μου έμενε καμιά άλλη επιλογή από το να δεχτώ την μοίρα που μου επιφύλασσε η κακιά μου τύχη. Έτσι λοιπόν, στα καλά  καθούμενα, βρέθηκα να μένω παραμονές Χριστουγέννων, σε ένα στενό δωμάτιο που μύριζε μπύρα και χωνευμένες πίτσες. Ήταν τέτοια η δυσοσμία που έπνεε μέσα σε αυτόν τον χώρο, που ένα καταγώγιο  εσχάτης υποστάθμης θα έμοιαζε με βασιλική έπαυλη μπροστά σε αυτήν την φρίκη που αντίκριζα. 

Ήταν τέτοια η ψυχική μου κατάπτωση που για μια στιγμή σκέφτηκα να πηδήξω από το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου και να δώσω ένα ηρωικό τέλος στην ζωή μου. Η σκέψη, όμως, πως ένα σάλτο ανθρωπιάς είναι πολύ ποιό δύσκολο από ένα σάλτο αυτοκτονίας με οδήγησε στην  σύνεση και την ελπίδα. “Μπορεί”, λέω, “μπορεί, τώρα που απόκτησε εμένα για σύντροφο να αλλάξει συμπεριφορά και ίσως”, λέω “ίσως, κάποιες από τις κακές του συνήθειες.” Με την ελπίδα αυτή έπεσα να κοιμηθώ μισοναρκωμένος  από την εξάντληση και την υπερένταση της ημέρας. Και πράγματι, ο Ωχ αδελφέ, έτσι νομίζω πως είναι το όνομά του, ξύπνησε την άλλη μέρα ευδιάθετος. Έξυσε με ευχαρίστηση τα αχαμνά του, μύρισε τα δάχτυλα με απόλαυση και αφού άναψε ένα τσιγάρο μου είπε:

«Σήμερα φίλε έχει καθαριότητα. Θέλω να νιώθεις σαν το σπίτι σου.»

Χρειάστηκε μια ολόκληρη μέρα για να καθαρίσει τον κόπρο του Αυγεία, αλλά στο τέλος έλαμπε το δωμάτιο και γω ευτυχισμένος, μακάριζα την τύχη και την θαρραλέα απόφαση  που είχα πάρει χθες βράδυ. Να μην βάλω τέλος στην ζωή μου. Έλα όμως που η καθαριότητα δεν είναι μονάχα εξωτερικός καλλωπισμός αλλά εσωτερική κάθαρση. Είχα υπολογίσει χωρίς τον ξενοδόχο. Την άλλη μέρα κιόλας, ο Ωχ αδελφέ, άρχισε πάλι τα ίδια. Σηκώθηκε το μεσημέρι μετά από ένα βαθύ ροχαλητό της μονοτονίας του, έξυσε τον πισινό του με απόλαυση, ρεύτηκε τον μαύρο καφέ που μόλις είχε χωνέψει και αφού έφτυσε στο πάτωμα τον Χατζηαβάτη, βγήκε για το άγνωστο βρίζοντας την μοίρα του που δεν τον έκανε Ωνάση. 

Έφυγε από το δωμάτιο για δέκα ώρες ξεχνώντας φυσικά να μου προσφέρει λίγο από το πρωινό του. Έτσι, λοιπόν, πεινασμένος έκοβα βόλτες απελπισίας, περιμένοντας πότε ο κύριος αυτός θα μου έκανε την χάρη να γυρίσει σπίτι. Εκείνο το βράδυ της αναμονής ένιωσα για πρώτη φορά, πως ήμουν σκλάβος αυτού του ανθρώπου, που το κρυφό πλέγμα κατωτερότητάς του τον είχε κάνει αφεντικό μου. Με τις σκέψεις αυτές και με κάποιον υπέρτατο φόβο που ένιωθα στο ύψος της κοιλιάς, περίμενα καρτερικά τον Γολγοθά μου. Κάποια στιγμή, περασμένα μεσάνυχτα ήταν νομίζω, ο κύριος Ωχ αδελφέ, φιλοτιμήθηκε να γυρίσει σπίτι. Μπήκε στο δωμάτιο, έβγαλε τα λασπωμένα παπούτσια, πήγε στην κουζίνα, πήρε μια μπύρα από το ψυγείο, έξυσε την φαλάκρα του, δεν μύρισε τα δάχτυλα, έριξε μια καταχθόνια ματιά σε μένα και στην συνέχεια χωρίς να ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα μαζί μου, ξάπλωσε τις βρώμικες κάλτσες του στον καναπέ και άνοιξε με το τηλεκοντρόλ την τηλεόραση. 

Ήταν η ώρα που κάτι ημιμαθείς φιλόσοφοι βγαίναν στα μικρά παράθυρα του δελτίου, ουρλιάζοντας όλοι μαζί την διαφωνία τους για μια συμφωνία που είχαν  υπογράψει από κοινού. Ο Ωχ αδελφέ παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα με μεγάλο ενδιαφέρον παίρνοντας μέρος στην συζήτηση  με δύο μόνο φράσεις: «Μας δουλεύουν ρε τα κοπρόσκυλα» και «Όλοι το ίδιο σκατά είστε». Μέσα λοιπόν σε αυτό τον πλούτο της απόλυτης λήθης του, ο Ωχ αδελφέ, κοιμήθηκε, ξεχνώντας γι άλλη μια φορά το φαγητό μου. Ήπια όσο περισσότερο νερό χωρούσε η κοιλιά μου, προσπαθώντας να συμφιλιωθώ με την ιδέα της καταναγκαστικής μου δίαιτας. Να, όμως, που ο Ποσειδώνας αγαπάει τους πεινασμένους. Το άλλο πρωινό, σήμερα δηλαδή, ο Ωχ αδελφέ, σηκώθηκε ευδιάθετος. Έστρωσε τα μαλλιά που δεν είχε στο κεφάλι και αφού με πλησίασε, μου χαμογέλασε, δείχνοντας τα μαύρα του δόντια, με συμπάθεια.

«Ρε συ. Δεν έφαγες τίποτα γαμώτο. Σίγουρα θα πεινάς έτσι;» .

Τι να του πεις τώρα του ανθρώπου. Κούνησα το κεφάλι συγκαταβατικά και περίμενα. Μετά από λίγο, ο Ωχ αδελφέ μου έφερε πρωινό, που όμοιό του δεν είχα ξαναδεί. Έφαγα τόσο πολύ, που ένιωσα το σώμα μου να βαραίνει σαν πέτρα που πέφτει με θόρυβο στα βαθιά της θάλασσας. Όση ώρα εγώ απολάμβανα το βασιλικό κολατσιό μου, ο Ωχ αδελφέ, είχε ξυριστεί, είχε φορέσει το μαύρο κουστούμι και το χρυσό δαχτυλίδι, και αφού με χαιρέτησε με ευγένεια μου είπε:

«Φιλαράκι, σήμερα είναι παραμονή Χριστουγέννων. Και την ημέρα αυτή εμείς οι θνητοί τρώμε καλά. Πάω για ψώνια. Γεια χαρά».

«Τώρα που εγώ χόρτασα να πας στον αγύριστο», σκέφτηκα να του πω, αλλά συγκρατήθηκα μιας και δεν ήθελα να του χαλάσω την καλή διάθεση. Έτσι λοιπόν, ο Ωχ αδελφέ, με άφησε στην ησυχία μου,  παίρνοντας μαζί του και τον ωχαδελφισμό του για παρέα. Όμως αλλοίμονο. Μετά από μια ώρα, το αφεντικό γύρισε στο σπίτι, κρατώντας μια σακούλα μισοπεθαμένα ψάρια. Με το βλέμμα ενός στυγερού εγκληματία πήγε στην κουζίνα, άδειασε την σακούλα με τα ψάρια στον νεροχύτη και χωρίς κανένα ίχνος λύπησης, άρχισε το δολοφονικό του έργο. Έσφαζε με μανία τις λευκές κοιλιές, ξερίζωνε τα σπλάχνα και τις καρδιές και στο τέλος με τα κίτρινα χέρια του, έκοβε τα κεφάλια, τραγουδώντας με ικανοποίηση.

«Θα πάρω μια ψαρόβαρκα το μωρό μου….».

Δεν άντεξα άλλο. Άρχισα να ξερνώ ότι μου είχε σερβίρει αυτός ο αχρείος  το πρωινό εκείνο. Ένα κομμάτι διαστροφής, μια φέτα μαζοχισμού, μια πανσπερμία ξενοφοβίας, και ένα εκλεκτό ποτήρι καχυποψίας. Ξέρασα. Και όταν δεν είχα τι άλλο να βγάλω από μέσα μου, αποφάσισα να τον εκδικηθώ. «Τώρα βέβαια και με το δίκιο σου», θα μου πεις, «καλά δεν έχεις δει άνθρωπο να τρώει ψάρια; Τι το επιλήψιμο βλέπεις δηλαδή;» Έχεις δίκιο να σκέφτεσαι  έτσι αφού κι εσύ ένας άνθρωπος είσαι. Εγώ όμως, είμαι ένα μικρό χρυσόψαρο που κολυμπάει ανήμπορο μέσα στην γυάλα. Στη δική σου γυάλα. Γι αυτό, αποφάσισα να σε εκδικηθώ. Μόνο που ακόμα δεν ξέρω πώς…

Το τελευταίο βιβλίο του Μιχάλη Πατένταλη «Ποιος σκότωσε τον Μότσαρτ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο