Του χρόνου

της Νατάσας Παυλίτσεβιτς

 

“Ναι; Με βλέπετε;”

 

“Τι λες; Σε βλέπουμε αλλά δε σε ακούμε”.

 

“Να σε βράσω” γρύλισε η Φωτεινή στο τάμπλετ.

 

Όλη της η οικογένεια ήταν μαζεμένη στη μικρή οθόνη, αλλά η κλήση κολλούσε συνεχώς. Ο μικρός της ανιψιός είχε ήδη χάσει την υπομονή του και σκαρφάλωνε στον μπαμπά του, ενώ η γιαγιά της φαινόταν να κοιμάται γαλήνια από τη δεύτερη προσπάθειά τους για επικοινωνία. Μόνο η μάνα της επέμενε να κοιτάει στην κάμερα, αν και είχε το κεφάλι τόσο χαμηλά, ώστε φαίνονταν μόνο τα μάτια της. Εκείνα τα μάτια όμως ήταν υπεραρκετά για να τρομάξουν τον πατέρα της με το που πήγε να ανοίξει εφημερίδα. 

 

Η Φωτεινή έλεγξε για τρίτη φορά το WiFi που έμοιαζε να λειτουργεί, τουλάχιστον θεωρητικά. Με ένα βλέμμα στο ρολόι συνειδητοποίησε ότι της έμεναν μόλις πέντε λεπτά πριν να γυρίσει στη δουλειά. Όλο της το μεσημεριανό διάλειμμα είχε πάει στράφι.

 

“Στο διάολο για κωλοδίκτυο, το Λονδίνο μου μέσα!”

 

Όλοι στο σόι γούρλωσαν τα μάτια, ακόμη κι η γιαγιά ξύπνησε για μια στιγμή.

 

“Τώρα ακούστηκα;”

 

“Ναι, παιδί μου. Σε χάλασε το εξωτερικό, δε μιλούσες έτσι”.

 

“Θα έλεγα τώρα μαμά, αλλά έχουμε και το παιδί. Τι κάνει το ζουζούνι μου; Αλέξη, εσύ;”

 

Ο αδερφός της ξεκρέμασε το γιο του από το σβέρκο του και απάντησε ως συνήθως: “Εδώ, τα παλεύουμε”.

 

“Με ένα πεντάχρονο φαντάζομαι τι πάλη πέφτει. Μπαμπά, πώς είσαι;”

 

“Όπως τα ξέρεις μάτια μου, η μάνα σου με αποπαίρνει, με κυνηγάει συνεχώς”.

 

“Τι να σε κάνει ρε μπαμπά, δε προσέχεις κι εσύ. Μάσκα φοράς τουλάχιστον;”

 

“Καλά, χαζός είμαι; Εννοείται. Και με πονάει και τα αυτιά”.

 

“Να εύχεσαι μην κολλήσουμε τίποτα, Αριστείδη, και τότε δεν πονάνε μόνο τα αυτιά” είπε η μαμά της. “Τη φοράει κορίτσι μου, αλλά την κατεβάζει όποτε του κατέβει. Ολόκληρο μάθημα του έκανα, μέχρι και τα βιβλία της σχολής μου του έδειξα, τα κεφάλαια περί ιών”.

 

“Τα αρχαία ημών πατέρων συγγράμματα”, είπε εκείνος.

 

“Αρχαίο το 1980;” ρώτησε η μαμά της. “Αν είμαι εγώ αρχαία, εσύ τι είσαι; Η μάνα σου;”

 

Όλοι κοιτάξαν τη γιαγιά. Μόλις το ροχαλητό της συνεχίστηκε, χαμογέλασαν.

 

“Μαμά, στο νοσοκομείο τι γίνεται;”

 

Ένα-ένα, τα χαμόγελα χάθηκαν.

 

“Κατάλαβα. Θα πάρεις καμιά άδεια τα Χριστούγεννα;”

 

“Δε ξέρω, έχουμε σφίξει. Όλες οι νοσοκόμες δηλαδή. Πηγαινοερχόμαστε με φόβο Θεού. Τρέμει το Ιπποκράτειο, άμα το φυσήξεις θα γκρεμιστεί”.

 

“Ναι ρε μάνα” διέκοψε ο Αλέξης. “Να είσαι πάντα εσύ η χαζή που δουλεύει γιορτές”.

 

“Το ξέρουν οι αρρώστιες ότι έχουμε γιορτές; Θα κανονίσω να δουλέψω νυχτέρι, να φάμε όλοι μαζί. Α, εσύ Φωτεινή μην κάνεις καμιά τρέλα κι έρθεις”.

 

“Δε με θέλετε;” ρώτησε εκείνη, τσεκάροντας πάλι την ώρα.

 

“Μη λες βλακείες, να σε χαρώ. Πού θα σε βάλουμε; Άμα μπεις σε αεροπλάνο δε μπορούμε να έρθουμε σε επαφή. Για τέτοια είμαστε;”

 

“Εγώ σας είπα να βγάλει το κορίτσι δίπλωμα για ελικόπτερο και γελάγατε” μουρμούρισε ο μπαμπάς της.

 

Έπεσε μια σιωπή.

 

“Αν φοράει μάσκα η θεία;” ρώτησε ο μικρός τον Αλέξη.

 

“Δε φτάνει η μάσκα, αγαπούλα μου”.

 

Το παιδάκι φαινόταν συλλογισμένο.

 

“Αν φοράει κάτι πιο μεγάλο; Την κουρτίνα του μπάνιου;”

Όλοι γέλασαν, η Φωτεινή χαιρέτισε, κι έμενε για λίγο να κοιτά την κενή οθόνη. Συνέχισε τη βάρδιά της στο κατάστημα υποδημάτων με το νου της σε αεροπλάνα κι ελικόπτερα. Το βράδυ την υποδέχτηκε ο καλός της στο διαμέρισμα τους. Η Φωτεινή χώθηκε στην αγκαλιά του Ντύλαν και όταν πήγε να την αφήσει, τον έσφιξε παραπάνω.

 

“Α, τέτοια μέρα είχες;” τη ρώτησε με τη βαριά ιρλανδική προφορά του.

 

“Ναι”, είπε αφήνοντάς τον. “Θέλω να πάω στους δικούς μου, να τους δω. Θέλω να έρθεις κι εσύ”.

 

“Ωραίο χριστουγεννιάτικο δώρο, πάρτε ό,τι κόλλησα στο δρόμο και παρεμπιπτόντως έχω σπιτωθεί με έναν ξένο” γέλασε εκείνος.

 

“Έλα τώρα, δεν είσαι ξένος”.

 

“Για σένα δεν είμαι, αλλά για την οικογένειά σου...”

 

“Θα είσαι έκπληξη” του χαμογέλασε.

 

“Να βάλω και φιόγκο;”

 

“Και τίποτα άλλο μη σου πω”.

 

“Χα! Και καρδιακή προσβολή από πάνω”.

 

“Να το συζητήσουμε... Πώς θα μπορούσαμε να τους δούμε;”

 

“Από το λάπτοπ”.

 

Η Φωτεινή πήρε μια θυμωμένη έκφραση.

 

“Μη στραβώνεις. Του χρόνου πάλι. Δες το σαν να τους προσέχεις. Εκείνη σε πρόσεξαν εικοσιπέντε χρόνια. Τώρα είναι η σειρά σου”.

 

“Με το να είμαι μακριά; Με το να μην τους αγκαλιάζω, να μην φάμε ένα φαΐ, ένα μελομακάρονο;”

 

“Δεν τα ξέρω αυτά τα μελο-πώς τα είπες, αλλά ναι”.

 

“Το λες γιατί εσείς είστε κρύοι και δε σας λείπει η επαφή”.

 

“Μάλλον με τους Άγγλους μας μπερδεύεις”, είπε δήθεν πληγωμένος. “Οι Ιρλανδοί είμαστε αγκαλίτσες. Ξέρεις πόσες φορές με φίλησαν οπαδοί στο στόμα γιατί κέρδισε η ομάδα μας;”

 

“Το ράγκμπι δε μετράει, εκεί η επαφή παραπάει ακόμη και για Ελλάδα”, είπε μισογελώντας αλλά το ύφος της σοβάρεψε γρήγορα. “Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω. Σφίγγεται η καρδιά μου”.

 

Ο Ντύλαν την ξανατράβηξε κοντά του. 

 

“Πρέπει. Και θα το κάνουμε μαζί”.

 

Το μεσημέρι των Χριστουγέννων ένας υπολογιστής στο Λονδίνο κι ένας υπολογιστής στη Θεσσαλονίκη συνδέθηκαν. Η οικογένεια είχε μαζευτεί γύρω από το τραπέζι.

 

“Καλά Χριστού- καλέ ποιος είναι αυτός;”

 

“Μαμά, είναι το αγόρι μου. Μένουμε μαζί. Δε μιλάει ελληνικά, οπότε θα εξηγώ εγώ”.

 

Επικράτησε ένα σούσουρο στην ελληνική πλευρά που κατέληξε στην ερώτηση του μπαμπά της.

 

“Από πού είσαι, παλληκάρι μου;”

 

Στη μετάφραση ο Ντύλαν απάντησε: “Ireland!”

 

“Τουλάχιστον δεν είναι Εγγλέζος” είπε ο Αριστείδης γυρνώντας στη γυναίκα του.

 

Μετά την πρώτη κρυάδα το γεύμα κύλησε ευχάριστα. Το σόι έτρωγε τα δικά του, το ζευγάρι ινδικό ντελίβερι. Κάποια στιγμή πήγε η οικογένεια στην κουζίνα να φέρει το γλυκό κι έμεινε μόνο η γιαγιά.

 

“Γιαγιάκα μου, για πες, πώς είσαι;”

 

Η γιαγιά που είχε φορέσει τα ακριβά της σκουλαρίκια και το καλό της το πουλόβερ χαμογέλασε περήφανα.

 

“Μια χαρά κορίτσι μου, τέλεια!”.

 

“Τέλεια; Με τέτοια αναταραχή;” ρώτησε η Φωτεινή.

 

“Άντε, παιδί μου. Κάθε γενιά νομίζει... Ότι ήρθε το τέλος το κόσμου”.

 

“Ε ναι, φαντάζομαι πως-”

 

“Άκου! Άκου που σου λέω. Στην κατοχή, στους πολέμους, όταν έφυγε ο παππούς σου. Όλο νόμιζα ότι πάει, τέλος. Έκανα λάθος. Κάθε φορά”.

 

Η Φωτεινή χαμογέλασε στο Ντύλαν. Του εξήγησε την κοσμοθεωρία της γιαγιάς.

 

Well done, yaya!

 

Τι με λέει αυτός ο ξανθός;”

 

“Μπράβο λέει, δίκιο έχεις”.

 

“Χμμ... Καλούτσικος είναι τελικά”.

 

Όταν ήρθε το γλυκό και η Φωτεινή έβγαλε το παγωτό από το ψυγείο, σήκωσαν όλοι τα ποτήρια τους.

 

“Και του χρόνου από κοντά!” είπε ο μπαμπάς της.

 

“Από πολύ κοντά! Τόσο που θα σας σκάσω!” υποσχέθηκε η Φωτεινή. “Του χρόνου!”

 

 

Το βιβλίο της Νατάσας Παυλίτσεβιτς «Κάπου αλλού» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο