Έκλεισες ποτέ μια πόρτα σε σχήμα καρδιάς; Του Ηρακλή Γεωργαντή

Έκλεισες ποτέ μια πόρτα σε σχήμα καρδιάς;

του Ηρακλή Γεωργαντή 


Ένας άντρας στεκόταν πίσω από το παράθυρο στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας νεοκλασικού ρυθμού στο Μανχάταν. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, ο εμπορικός δρόμος μπροστά του ήταν στολισμένος και τα πολύχρωμα φώτα από το κατάστημα παιχνιδιών απέναντι αντανακλούσαν στο παράθυρό του και τον καλούσαν να το ανοίξει για να αφομοιωθεί με τη γιορτινή ατμόσφαιρα. Ο ίδιος ήξερε ότι δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Όχι γιατί ήταν κακός. Κάθε άλλο. Όμωςτον πίεζε η ιδέα ότι θα έπρεπε υποχρεωτικά να είναι χαρούμενος αυτή τη μέρα.

Άλλωστε, θεωρούσε ότι δεν το είχε ανάγκη. Κάθε μέρα του έμοιαζε με γιορτή, γιατί από κάθε μέρα του προσπαθούσε να απομακρύνει τη λύπη. Έχοντας κόψει όλα τα βαρίδια της ζωής του, προχωρούσε χωρίς τίποτα να μπορεί να του προβάλει σθεναρή αντίσταση. Τα εμπόδια μπροστά του έμοιαζαν με αγκάθια που συνθλίβονταν κάτω από τη σόλα του παπουτσιού του. Κάποτε του φτηνού, ταλαιπωρημένου από το πολύ βάδισμα παπουτσιού του, και τώρα του ακριβού επώνυμου. Είχε κερδίσει τον σεβασμό όλων και όλοι ζητούσαν με κάποιον τρόπο να συνεχίσει να υπάρχει στη ζωή τους. Ακόμη και αυτοί που είχε απομακρύνει. Αυτοί που είχε απορρίψει.

Στο απέναντι πεζοδρόμιο είδε έναν άστεγο να διαμορφώνει υποτυπωδώς έναν χώρο για να βολευτεί. Αφέθηκε να τον παρατηρεί. Η ηλικία του δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα σαράντα πέντε έτη, αλλά είχε τόσο βαθιά σκαμμένες ρυτίδες, που έμοιαζε εβδομήντα. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μάλλον παρέπεμπαν σε Ινδιάνο. Όχι μάλλον, σίγουρα Ινδιάνος είναι, σκέφτηκε, όταν είδε την οικειότητα με την οποία συγκρατούσε την πολύχρωμη κουβέρτα τυλιγμένη γύρω του. Όμως γιατί άραγε στάθηκε εκεί; Σε λίγο θα έρθει η αστυνομία και θα τον απομακρύνει. Ο Ινδιάνος δεν φαινόταν να προβληματίζεται από τέτοιους κινδύνους. Συνέχισε,κι όταν πια είχε στρογγυλοκαθίσει, έβγαλε μέσα από την κουβέρτα μια περίεργη κατασκευή που έμοιαζε με παιχνίδι. Αλλά πάλι, τι παιχνίδι ήταν αυτό; Δεν ήταν ηλεκτρονικό, ήταν ξύλινο. Μια πλατφόρμα, που πάνω της είχε διαδρόμους φτιαγμένους από μικρά ξύλινα παραπετάσματα, που ο Ινδιάνος μετακινούσε ώστε να μπορεί να περάσει μια μπίλια μέσα τους.

Κανείς από τους περαστικούς δεν ενδιαφερόταν για το παιχνίδι. Τότε όμως γιατί στεκόταν εκεί ο Ινδιάνος; Ξαφνικά η συγκέντρωση του άντρα διακόπηκε. Πλησίαζε ένα περιπολικό. Σίγουρα θα τον έδιωχναν. Είναι κρίμα, σκέφτηκε. Θα κατέβω τουλάχιστον να αγοράσω εγώ το παιχνίδι. Ντύθηκε και κατέβηκε τρέχοντας. Όταν όμως βρισκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας, είδε τον αστυνομικό να κλοτσάει τον λαβύρινθο και να εκσφενδονίζονται τα παραπετάσματα. Πέρασε απέναντι, ανάμεσα σε κόρνες αυτοκινήτων. Φώναξε στον αστυνομικό: «Δεν έκανε τίποτε κακό. Δεν είναι άστεγος, μένει μαζί μου». 

Ο αστυνομικός είδε τον δυναμισμό του καλοντυμένου άντρα και δεν επέμεινε στη σύλληψη. «Απαγορεύεται να βρίσκεται εδώ», του είπε.

«Δεν βρίσκεται εδώ. Βρίσκεται στον πρώτο όροφο», του απάντησε δείχνοντας με το δάχτυλο το διαμέρισμά του στην απέναντι πολυκατοικία.

Ο αστυνομικός κατάλαβε την πρόθεση του άντρα.

«Εμένα με ενδιαφέρει να μην τον ξαναβρώ εδώ», είπε και μπήκε μέσα στο περιπολικό για να παρακολουθήσει τη συνέχεια.

Ο Ινδιάνος μάζεψε αμίλητος τα παραπετάσματα. Ανέβηκαν στο σπίτι. Τον έβαλε να καθίσει στο τραπέζι της κουζίνας, κι εκείνος, με στραμμένη την πλάτη, ετοίμαζε σάντουιτς στον πάγκο. Όταν γύρισε, είδε τον Ινδιάνο να έχει απλώσει το παιχνίδι του έχοντας καταλάβει όλο το τραπέζι. Κοιτάχτηκαν. Αλλόκοτο το βλέμμα του. Ο Ινδιάνος απέκτησε αυτομάτως την κυρίαρχη θέση ανάμεσά τους. Πήρε το πιάτο που του πρόσφερε ο άντρας στα πόδια του και με αυτοπεποίθηση δασκάλου που είχε εύκολες όλες τις απαντήσεις, περίμενε τις απορίες του μαθητή

«Τι είναι αυτό το παιχνίδι;» τον ρώτησε.

«Το παιχνίδι της ζωής», απάντησε ο Ινδιάνος.

«Και πώς παίζεται;»

«Με τοίχους».

«Και ποιοι τους χτίζουν;»

«Συνήθως οι καλοί. Αυτοί που έχουν δίκιο, για να κρατούν τους άδικους έξω».

«Και πού είναι το ενδιαφέρον;»

«Θέλεις να παίξουμε;»

«Θέλω».

«Εγώ θα προχωράω την μπίλια σου σύμφωνα με τις αναμνήσεις που θα μου αναφέρεις».

«Δώσε μου λίγο χρόνο να σκεφτώ».

Ο άντρας έκλεισε τα μάτια και σκεφτόταν επιλογές του και αναμετρήσεις του με ανθρώπους και καταστάσεις. Έψαχνε από πού να ξεκινήσει να μιλά, αλλά η μπίλια δεν τον περίμενε. Κινούνταν μόνο με τη σκέψη του, χωρίς ο Ινδιάνος να την αγγίζει. Μόνα τους κινούνταν και τα παραπετάσματα, αποκλείοντας δρόμους κι ανοίγοντας άλλους. Μέχρι που η σκέψη σταμάτησε στην Τόνια. Τον μεγάλο έρωτα που τον είχε προδώσει και εξαιτίας της έφυγε πληγωμένος από την Αθήνα. Τότε άκουσε έναν δυνατό τριγμό στον λαβύρινθο. Άνοιξε τα μάτια και είδε την μπίλια του απομονωμένη απ’ τον διάδρομο της αγάπης, που είχε πάρει τώρα κόκκινο χρώμα. Ένα παραπέτασμα σε σχήμα καρδιάς την εμπόδιζε να ξαναπάει εκεί. Σήκωσε το βλέμμα του προς τον Ινδιάνο για να του ζητήσει εξηγήσεις, αλλά δεν ήταν εκεί. Πάνω στην καρέκλα του είδε ένα σημείωμα. 

«Η ζωή όλων είναι ένας λαβύρινθος που μετασχηματίζεται διαρκώς, τόσο από τα δικά μας οδοφράγματα όσο και από αυτά των άλλων. Τα πιο στιβαρά και απαραβίαστα είναι αυτά που έχουν κολληθεί με την κόλλα της αξιοπρέπειας. Αυτά είναι αδύνατο να πέσουν. Και μας εγκλωβίζουν. Όμως άκουσέ με. Για μια μέρα του χρόνου γίνεται ένα θαύμα και μπορούν να ξεκολλήσουν και να εξαφανιστούν. Τότε όλοι μπορούν να έρθουν σε όλους. Γιατί εκείνη τη βραδιά οι άνθρωποι νικούν τις ποινές τους κι ελευθερώνονται. Όλα βέβαια μπορούν να αρχίσουν και να τελειώσουν σε αυτή τη βραδιά. Όμως, για λίγους, ό,τι αρχίσει εκείνη τη βραδιά μπορεί να συνεχιστεί για πάντα».

Ο άντρας πήρε το κινητό και πληκτρολόγησε προς την Τόνια.

Έρχομαι να σε δω, της έγραψε. Δεν φαντάζεσαι πόσο μου έχεις λείψει…

Έτσι πήρε την πρώτη πτήση κι έφτασε στην Αθήνα την Παραμονή των Χριστουγέννων. Κάποιοι είπαν ότι μετά από εκείνη τη βραδιά έσμιξαν πάλι κι έγιναν το πιο ευτυχισμένο ζευγάρι στον κόσμο. Και μάλλον είχαν δίκιο. Είπαν μάλιστα ότι οι δυο τους γύρισαν μαζί στη Νέα Υόρκη και είδαν ότι από τον λαβύρινθο έλειπε το κόκκινο παραπέτασμα σε σχήμα καρδιάς που έκλεινε τον δρόμο στην αγάπη. Άλλοι πάλι είπαν ότι αστυνομικοί συνέλαβαν έναν Ινδιάνο και πάνω του δεν βρήκαν τίποτε άλλο παρά ένα μικρό παραπέτασμα σε σχήμα καρδιάς. Όμως τον άφησαν κι έτσι ο καθένας μας, αν προσέξει, ίσως τον δει έξω από την πόρτα του αυτή την Παραμονή των Χριστουγέννων.


Ηρακλής Γεωργαντής


Το βιβλίο του Ηρακλή Γεωργαντή «Τρεις βαθμοί μυωπίας – Ναταλία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι χριστουγεννιάτικες μπάμπες της εκδίκησης του Γιάννη Καλαβριανού