Β6 

της Μαργαρίτας Αλευρίδη

«Καλησπέρα και χρόνια πολλά. Μπορώ να δω τα χαρτιά σας;»

«Παρακαλώ;», ρώτησε αγχωμένη η Καραθάνου.

«Τι κάνετε τέτοια ώρα έξω παραμονή Χριστουγέννων; Γνωρίζετε πως έχουμε λοκντάουν;»

«Κοιτάξτε…εμείς…άσκηση…άσκηση κάνουμε εμείς. Β1 κάνουμε εμείς εδώ», πετάχτηκε η Κιουμουρτζόγλου. Οι άλλες δαγκώθηκαν και άρχισαν τα σούσουρα μεταξύ τους.

«Β6 όχι Β1!», ψιθύρισε η Χατζή και τη σκούντησε.

«Δείξτε μου τα χαρτιά σας»

Έβαλαν όλες τα χέρια στις τσέπες και τις τσάντες. Άρχισαν να ψαχουλεύουν, που το έβαλα;, μισό λεπτό, ήχος από κλειδιά, να εδώ ήταν, κέρματα πέφτουν στο πεζοδρόμιο, καραμέλες ευκάλυπτου, μισή σοκολάτα γάλακτος με ολόκληρο αμύγδαλο, ένα καπάκι από απολυμαντικό χεριών και ένα σπρέι χρώματος κόκκινου. Το μάτι του αστυνόμου πέφτει σε αυτό το τελευταίο. Σκύβει και το μαζεύει.

«Τι δουλειά έχει αυτό μέσα στην τσάντα σου;», ρωτάει τηνΚιουμουρτζόγλου.

«Για παν ενδεχόμενο κύριε αστυνόμε»

«Σαν τι παν ενδεχόμενο για να έχουμε καλό ρώτημα;»

«Ξέρω κι εγώ; Μπορεί να συναντήσω στο δρόμο έναν ωραίο τύπο, να μου ζητήσει το τηλέφωνό μου, να μην έχω κάτι για να το γράψω;»

Οι άλλες σκάνε στα γέλια.

«Σιωπή!»

«Μάλιστα»

«Τα χαρτιά σας!»

«Ορίστε», λένε όλες με μία φωνή και απλώνουν τα χέρια μαζί με τα χαρτιά. Η Χατζή δίνει δύο. Κατά λάθος. Στην τσέπη του μπουφάν της έχει άλλα τρία, όπως και οι άλλες άλλωστε. Επίτηδες. Οι ετοιμασίες για το σημερινό ρεβεγιόν ήταν πολλές. Μέχρι και δέντρο στόλισαν. Μικρό βέβαια, ίσαμε μισό μέτρο το πολύ αλλά στόλισαν. Όλα έπρεπε να γίνουν σήμερα, από τις επτά μέχρι τις δέκα. Με τόσα πέρα δώθε, που να φτουρήσει ένα μόνο χαρτί;

Ο αστυνόμος μουρμουράει κάτι κάτω από τη μάσκα του.

«Εδώ γράφετε όλες Β6»

«Μάλιστα»

«Αυτό λέει ώρα μετακίνησης επτά και αυτό εννιά και μισή. Εσύ γιατί έχεις δύο;»

«Μήπως είναι χθεσινό το ένα και το ξέχασα μέσα στην τσάντα;» Η Χατζή κάνει μία προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.

«Αφού έχουν την ίδια ημερομηνία»

«Που; Για να δω..»

«Ορίστε, Β6, 24/12/2020, το ένα γράφει ώρα οκτώ και το άλλο εννιά»

«Τι να σας πω…»

«Το δικό σου γιατί γράφει επτά; Τώρα είναι εννιά και μισή. Τι άσκηση είναι αυτή που κρατάει δυόμιση ώρες;», ρωτάει την Καραθάνου.

Ξανά γέλια, κελαρυστά, φρέσκα γέλια κατευθείαν μέσα από τα νιάτα της ζωής.

«Δε θα με τρελάνετε εσείς! Τώρα που θα πάμε στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων, θα δω αν θα έχετε κι εκεί το ίδιο χιούμορ!»

Τα γέλια πνίγηκαν κάτω από τις μάσκες. Καμιά τους δεν ήθελε να περάσει παραμονή Χριστουγέννων στο τμήμα. Είχαν κανονίσει στις δέκα να βρίσκονται στο γνωστό μέρος. Η Καραθάνου, η Χατζηπέτρου, η Στασινοπούλου, η Πετρίδη, η Χατζή και η Κιουμουρτζόγλου. Παραμονή Χριστουγέννων στα αγαπημένα λημέρια. Έπρεπε να ξεμπερδέψουν με τον αστυνόμο μια ώρα αρχύτερα. Έπεσαν πάνω του όλες μαζί.

«Αφήστε μας κύριε αστυνόμε, εμείς δε πειράξαμε κανέναν. Αφήστε μας να πάμε στα σπίτια μας να κάνουμε Χριστούγεννα. Τι Χριστούγεννα δηλαδή, με ένα σκάιπ θα μιλήσουμε κι αυτό είναι όλο»

«Πρώτα για εξακρίβωση στοιχείων και μετά σκάιπ…εννοώ σπίτια σας»

«Αχ σας παρακαλούμε, αφήστε μας σήμερα και αύριο πρωί πρωί ερχόμαστε από μόνες μας. Σας το υποσχόμαστε»

«Και γιατί να σας πιστέψω;»

«Να σας δώσουμε τις ταυτότητές μας να σημειώσετε τα ονόματα; Ελάτε τώρα και βιαζόμαστε…για να πάρει μπρος το σκάιπ μέρα που είναι θα κάνει δέκα αιώνες. Εμείς θα περιμένουμε για καλά Χριστούγεννα και θα συνδεθούμε την ώρα του Χριστός Ανέστη. Κάντε τα στραβά μάτια, λόγω της ημέρας…»

«Με τα στραβά μάτια φτάσαμε ως εδώ. Αν πάθετε τίποτα ή κολλήσετε κανέναν άλλον, ξέρετε ποιος θα είναι ο ηθικός αυτουργός;»

«Ποιος;»

«Εγώ!»

«Ε όχι κι έτσι! Τι θα πει εγώ; Δεν το δέχομαι! Εσείς το δέχεστε κορίτσια;»

«Τςτςτς…από που κι ως που;», λένε όλες μαζί.

Ο αστυνόμος, καλή ψυχούλα, τον τρώει η στολή και το καθήκον, έχει κι ένα διαβολόκρυο σήμερα, αυτές είναι ντιπ τρελές, για δέσιμο είναι, του γιατρού, άντε να βγάλεις άκρη, παίρνει μια βαθιά ανάσα, μοιάζει με χασμουρητό.

«Εσύ γιατί φοράς μάσκα με νεκροκεφαλές; Όλες κάτι ροζ φοράνε…τέλος πάντων…άντε, πηγαίντε στα σπίτια σας και όχι τέτοια άλλη φορά!»

«Χρόνια πολλά!», του ευχήθηκαν, έπιασε η μια την άλλη αγκαζέ και έκαναν να φύγουν.

«Αποστάσεις! Τις αποστάσεις! Ενάμισι μέτρο η μία από την άλλη!»

«Μάλιστα»

Ξέμπλεξαν τα χέρια και τις έπιασαν πάλι τα γέλια, μπα σε καλό τους σήμερα, γιορτινά γέλια, γέλια πολύχρωμα φωτάκια, μπάλες και στολίδια.

Κατά βάθος τις χαιρόταν ο αστυνόμος. Τρελές αλλά ωραίες τρελές. Τις παρατηρεί που περπατάνε στο δρόμο τους, σε απόσταση η μία από την άλλη, ενάμισι μέτρο περίπου.

Η Καραθάνου γυρνάει να τον κοιτάξει πάνω από τον ώμο της.

«Η δική μου η μάσκα έχει νεκροκεφαλές γιατί με τρομάζει όταν ο θάνατος ντύνεται μπάρμπι»

«Ψυχή ζώσα!», μίλησε πρώτη η Χατζή μετά από λίγο.

Στο απέναντι στενό φάνηκαν δυο γυναικείες φιγούρες. Η Πετρίδη και η Στασινοπούλου.

«Εδώ κορίτσια, εδώ!»

Πιάστηκαν όλες μαζί, χέρι με χέρι και μέσα στα σκοτάδια έφτασαν σιγά σιγά μέχρι την είσοδο του σχολείου τους. Το παραβιασμένο λουκέτο ήταν δικό τους κατόρθωμα. Έσπρωξαν τη βαριά πόρτα και γλίστρησαν μέσα σαν σκιές. Καμιά τους δε μιλούσε. Μόνο χαχανητά μπορούσε να ακούσει κανείς. Έξω από την παλιά τους τάξη, πέταξαν τις μάσκες.

Η Καραθάνου άνοιξε τη σαμπάνια, η Πετρίδη έτρεξε να φέρει ποτήρια, η Κιουμουρτζόγλου έβαλε τα φωτάκια στην πρίζα, η Χατζή ακούμπησε τη βελόνα τουπικαπστον αγαπημένο Σινάτρα, η Στασινοπούλου κρέμασε το μεγάλο πανό στον πίνακα, το πανό που με κόκκινο σπρέι έγραφε πάνω Τάξη του 1965, η χρονιά τους, πάντα μαζί, δεκαετίες ολόκληρες, μαζί σε γέννες, μαζί σε γάμους, μαζί σε χωρισμούς, μαζί σε θανάτους, οι έξι τους, καμιά να μη μοιάζει με την άλλη μα όλες ίδιες να είναι, έχουν περάσει τα πάντα από τα χρόνια τους, προδοσίες, πόλεμοι, χελώνες γίναν πια που μελετούν το βήμα τους, μπορούν και γελάνε με τα σπαθιά που έβγαζαν στα νιάτα τους, σπαθιά για ψύλλου πήδημα, χορεύουν τώρα, κορίτσια μικρά με ροδαλά μάγουλα, γυναίκες ώριμες, φωνές παιδικές, να πουν όλα όσα δεν πρόλαβαν, ευχή, μια ευχή, πόσοι έρωτες ήρθαν, πόσοι χάθηκαν, ανάγκη τώρα πια;, όχι ανάγκη, λαχτάρα να λες, λαχτάρα για αγκαλιά και δυο συνήθειες αγαπημένες, αυτά έμειναν μόνο, δε χωράνε σε ενάμισι μέτρο και σε ένα χαρτί, θέλω να γυρίσω πίσω στο χρόνο μου, να μαλακώσω την ουλή του να μην πονάει, όλες χορεύουν μαζί, μια νύχτα σαν κι αυτή, οι έξι τους, ας λένε οι άλλοι πως έφυγε η Χατζηπέτρου, στο δικό τους το μέτρημα πάλι έξι βγαίνουν, εις τους αιώνες των αιώνων, πάντα έξι θα βγαίνουν. Χωρίς το βήτα μπροστά.

Το βιβλίο της Μαργαρίτας Αλευρίδη «Το τζόκερ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο